Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σκύβω

  • 21 наклонять

    наклонять
    несов σκύβω, κάμπτω, κλίνω / λυγίζω (нагибать).

    Русско-новогреческий словарь > наклонять

  • 22 погибель

    погибел||ь
    ж ὁ ὀλεθρος, ἡ καταστροφή:
    на \погибель кому́-л. γιά νά καταστρέψω κάποιον ◊ согнуться в три \погибельи σκύβω κάτω ἀπό τό βάρος.

    Русско-новогреческий словарь > погибель

  • 23 поиурить

    поиу́р||ить
    сое.:
    \поиурить голову σκύβω τό κεφάλι μου.

    Русско-новогреческий словарь > поиурить

  • 24 потупить

    потупить
    сов, потуплять несов χαμηλώνω / σκύβω (голову).

    Русско-новогреческий словарь > потупить

  • 25 потупиться

    потупить||ся
    χαμηλώνω τά μάτια, σκύβω τό κεφάλι.

    Русско-новогреческий словарь > потупиться

  • 26 преклонять

    преклонять
    несов σκύβω, κάμπτω, κλίνω:
    \преклонять колена γονατίζω (а.иег.), κύπτω τό γόνυ, γονυπετώ.

    Русско-новогреческий словарь > преклонять

  • 27 пригибаться

    пригибать||ся
    λυγίζω (άμετ.), κάμπτομαι, σκύβω, σκύπτω, σκύφτω.

    Русско-новогреческий словарь > пригибаться

  • 28 свешиваться

    свешивать||ся
    κρεμιέμαι, κρέμομαι (повисать)! σκύβω (наклоняться вниз).

    Русско-новогреческий словарь > свешиваться

  • 29 склоняться

    склоня||ться
    1. (наклоняться) σκύβω (άμετ.), κύπτω (άμετ.), κλίνω (ἄμετ.)Ι γέρνω, κάμπτομαι, λυγίζω (под тяжестью)· 2.:
    солнце \склонятьсяется к западу ὁ ήλιος γέρνει προς τή δύση·
    3. (соглашаться, поддаваться уговорам) κλίνω (άμετ.), πείθομαι·
    4. грам. κλίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > склоняться

  • 30 спина

    спин||а
    ж τά νώτα, ἡ ράχη [-ις], ἡ πλάτη:
    стоять \спинао́й στέκομαι μέ (γυρισμένη) τήν πλάτη· поверну́ться \спинао́й к кому́-л. прям., перен στρέφω τά νώτα σέ κάποιον, γυρίζω τίς πλάτες μου σέ κάποιον· делать что́-л. за \спинао́й у кого́-л. перен κάνω κάτι κρυφά ἀπό κάποιον плыть на \спинае́ κολυμβώ ἀνάσκελα (или ὑπτίως)· лежать на \спинае εἶμαι ξαπλωμένος ἀνάσκελα· упасть на́ спину πέφτω ἀνάσκελα· гнуть спи́ну перед кем-л. перен σκύβω τή ράχη, κύπτω τόν αὐχένα.

    Русско-новогреческий словарь > спина

  • 31 наклонять

    [νακλανγιάτ"] ρ. σκύβω, κάμπτω

    Русско-греческий новый словарь > наклонять

  • 32 наклоняться

    [νακλανγιάτ'σα] ρ. σκύβω

    Русско-греческий новый словарь > наклоняться

  • 33 наклонять

    [νακλανγιάτ"] ρ σκύβω, κάμπτω

    Русско-эллинский словарь > наклонять

  • 34 наклоняться

    [νακλανγιάτ'σα] ρ σκύβω

    Русско-эллинский словарь > наклоняться

  • 35 гнуть

    гну, гнешь, επίρ. μτχ. δεν έχεινρ.δ.μ.
    1. λυγίζω κυρτώνω, κάμπτω.
    2. μτφ. αποβλέπω, αποσκοπώ, τείνω•

    куда он гнет? για που αυτός το πάει ή το τραβάει;

    εκφρ.
    гнуть горб ή спинку – δουλεύω βαριά και σκυφτά, δε σηκώνω κεφάλι•
    гнуть шею ή спинку перед кем – σκύβω το κεφάλι σε κάποιον, ταπεινά υποτάσσομαι•
    -в дугу, гнуть в три дуги, гнуть в три погибели, гнуть в бараний рог – πειθαναγκάζω• εξαναγκάζω σε υποταγή, λυγίζω.
    λυγίζω, κάμπτομαι, κυρτώνομαι. || υποτάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > гнуть

  • 36 клонить

    клоню, клонишь
    ρ.δ.
    1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•

    ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•

    лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.

    2. με παίρνει, με πιάνει•

    клонит ко сну νυστάζω•

    меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.

    3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•

    дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.

    || μτφ. στρέφω, γυρίζω.
    εκφρ.
    клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•
    клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
    1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•

    ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•

    голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.

    || (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•

    солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•

    день -ится η μέρα γέρνει.

    2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•

    дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•

    победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.

    3. αποσκοπώ, αποβλέπω•

    так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.

    Большой русско-греческий словарь > клонить

  • 37 нагнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. λυγίζω, κάμπτω γέρνω, κλίνω•

    нагнуть ветку λυγίζω το κλαδί•

    нагнуть голову σκύβω το κεφάλι.

    2. (με ποσοτική σημ.) λυγίζω•

    -много дуг λυγίζω πολλές λαιμαριές.

    λυγίζω, κάμπτομαι, γέρνω, κλίνω, σκΰφτω•

    ветки -лись τα κλαδιά λύγισαν, чтобы поднять что-н. σκΰφτω για να σηκώσω κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > нагнуть

  • 38 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 39 понурить

    ρ.σ.μ. (με τη λ. голова)• χαμηλώνω, σκύβω, κατεβάζω• κλίνω, γέρνω.
    χαμηλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ., θλίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > понурить

  • 40 приникнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. приник
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приникший κ. приникнувший ρ.σ.
    1. γέρνω σε κάτι• σκύβω. || συμμαζεύομαι, σφίγγομαι, κολλώ•

    приникнуть ухом αφουγκράζομαι, πλησιάζω πολύ κοντά το αυτί για ακούσω• κρυφακούω•

    ребёнок -ик к матери το παιδάκι σφίχτηκε στη μάνα.

    2. λουφάζω, ακινητοποιούμαι, μουλώνω κρύβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приникнуть

См. также в других словарях:

  • σκύβω — σκύβω, έσκυψα, σκυμμένος βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκύβω — και σκύφτω έσκυψα, σκυμμένος 1. κλίνω το κορμί προς τα εμπρός: Έσκυψα και μάζεψα τα σκουπίδια από το πάτωμα. 2. υποτάσσομαι: Δε σκύβει μπροστά στους ισχυρούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκύβω — και σκύφτω και, λόγιος τ., σκύπτω Ν 1. κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, καμπουριάζω (α. «στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει το ασήμι τού βλεφάρου της η εσπέρα», Καρυωτάκης β. «ιδού ευλαβείς οι Έλληνες / σκύπτουσιν… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροσκύβω — σκύβω κάπως, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκύβω] …   Dictionary of Greek

  • κοντοπροσκυνώ — σκύβω και προσκυνώ, γέρνω το σώμα για να προσκυνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + προσκυνώ] …   Dictionary of Greek

  • παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …   Dictionary of Greek

  • προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακροσκύβω — (και ακροσκύφτω) σκύβω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + σκύβω] …   Dictionary of Greek

  • εγκύπτω — (AM ἐγκύπτω) 1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή 2. (για μελέτες) καταγίνομαι με ζήλο αρχ. 1. σκύβω 2. (για δάχτυλα) λυγίζομαι …   Dictionary of Greek

  • επεισκύπτω — ἐπεισκύπτω (AM) σκύβω πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκύπτω «κλίνω μπροστά, σκύβω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»