-
21 наклонять
наклонятьнесов σκύβω, κάμπτω, κλίνω / λυγίζω (нагибать). -
22 погибель
погибел||ьж ὁ ὀλεθρος, ἡ καταστροφή:на \погибель кому́-л. γιά νά καταστρέψω κάποιον ◊ согнуться в три \погибельи σκύβω κάτω ἀπό τό βάρος. -
23 поиурить
поиу́р||итьсое.:\поиурить голову σκύβω τό κεφάλι μου. -
24 потупить
потупитьсов, потуплять несов χαμηλώνω / σκύβω (голову). -
25 потупиться
потупить||сяχαμηλώνω τά μάτια, σκύβω τό κεφάλι. -
26 преклонять
преклонятьнесов σκύβω, κάμπτω, κλίνω:\преклонять колена γονατίζω (а.иег.), κύπτω τό γόνυ, γονυπετώ. -
27 пригибаться
пригибать||сяλυγίζω (άμετ.), κάμπτομαι, σκύβω, σκύπτω, σκύφτω. -
28 свешиваться
свешивать||сяκρεμιέμαι, κρέμομαι (повисать)! σκύβω (наклоняться вниз). -
29 склоняться
склоня||ться1. (наклоняться) σκύβω (άμετ.), κύπτω (άμετ.), κλίνω (ἄμετ.)Ι γέρνω, κάμπτομαι, λυγίζω (под тяжестью)· 2.:солнце \склонятьсяется к западу ὁ ήλιος γέρνει προς τή δύση·3. (соглашаться, поддаваться уговорам) κλίνω (άμετ.), πείθομαι·4. грам. κλίνομαι. -
30 спина
спин||аж τά νώτα, ἡ ράχη [-ις], ἡ πλάτη:стоять \спинао́й στέκομαι μέ (γυρισμένη) τήν πλάτη· поверну́ться \спинао́й к кому́-л. прям., перен στρέφω τά νώτα σέ κάποιον, γυρίζω τίς πλάτες μου σέ κάποιον· делать что́-л. за \спинао́й у кого́-л. перен κάνω κάτι κρυφά ἀπό κάποιον плыть на \спинае́ κολυμβώ ἀνάσκελα (или ὑπτίως)· лежать на \спинае εἶμαι ξαπλωμένος ἀνάσκελα· упасть на́ спину πέφτω ἀνάσκελα· гнуть спи́ну перед кем-л. перен σκύβω τή ράχη, κύπτω τόν αὐχένα. -
31 наклонять
[νακλανγιάτ"] ρ. σκύβω, κάμπτω -
32 наклоняться
[νακλανγιάτ'σα] ρ. σκύβω -
33 наклонять
[νακλανγιάτ"] ρ σκύβω, κάμπτω -
34 наклоняться
[νακλανγιάτ'σα] ρ σκύβω -
35 гнуть
гну, гнешь, επίρ. μτχ. δεν έχεινρ.δ.μ.1. λυγίζω κυρτώνω, κάμπτω.2. μτφ. αποβλέπω, αποσκοπώ, τείνω•куда он гнет? για που αυτός το πάει ή το τραβάει;
εκφρ.гнуть горб ή спинку – δουλεύω βαριά και σκυφτά, δε σηκώνω κεφάλι•гнуть шею ή спинку перед кем – σκύβω το κεφάλι σε κάποιον, ταπεινά υποτάσσομαι•-в дугу, гнуть в три дуги, гнуть в три погибели, гнуть в бараний рог – πειθαναγκάζω• εξαναγκάζω σε υποταγή, λυγίζω.λυγίζω, κάμπτομαι, κυρτώνομαι. || υποτάσσομαι. -
36 клонить
клоню, клонишьρ.δ.1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•
лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.
2. με παίρνει, με πιάνει•клонит ко сну νυστάζω•
меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.
3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.
|| μτφ. στρέφω, γυρίζω.εκφρ.клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•
голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.
|| (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•
день -ится η μέρα γέρνει.
2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•
победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.
3. αποσκοπώ, αποβλέπω•так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.
-
37 нагнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. λυγίζω, κάμπτω γέρνω, κλίνω•нагнуть ветку λυγίζω το κλαδί•
нагнуть голову σκύβω το κεφάλι.
2. (με ποσοτική σημ.) λυγίζω•-много дуг λυγίζω πολλές λαιμαριές.
λυγίζω, κάμπτομαι, γέρνω, κλίνω, σκΰφτω•ветки -лись τα κλαδιά λύγισαν, чтобы поднять что-н. σκΰφτω για να σηκώσω κάτι.
-
38 нос
-а α. προθετ. о -е, на -у, πλθ. -ы α.1. μύτη, ρις•длинный нос μακριά μύτη•
нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•
курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•
вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•
орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•
сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•
нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).
2. ράμφος•дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.
3. βλ. носик (2 σημ.).4. βλ. носок5. πλώρη, πρώρα.6. ακρωτήριο, κάβος..εκφρ.из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•- ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•оставить с -ом – μτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε). -
39 понурить
ρ.σ.μ. (με τη λ. голова)• χαμηλώνω, σκύβω, κατεβάζω• κλίνω, γέρνω.χαμηλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ., θλίβομαι. -
40 приникнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. приник-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приникший κ. приникнувший ρ.σ.1. γέρνω σε κάτι• σκύβω. || συμμαζεύομαι, σφίγγομαι, κολλώ•приникнуть ухом αφουγκράζομαι, πλησιάζω πολύ κοντά το αυτί για ακούσω• κρυφακούω•
ребёнок -ик к матери το παιδάκι σφίχτηκε στη μάνα.
2. λουφάζω, ακινητοποιούμαι, μουλώνω κρύβομαι.
См. также в других словарях:
σκύβω — σκύβω, έσκυψα, σκυμμένος βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκύβω — και σκύφτω έσκυψα, σκυμμένος 1. κλίνω το κορμί προς τα εμπρός: Έσκυψα και μάζεψα τα σκουπίδια από το πάτωμα. 2. υποτάσσομαι: Δε σκύβει μπροστά στους ισχυρούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκύβω — και σκύφτω και, λόγιος τ., σκύπτω Ν 1. κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, καμπουριάζω (α. «στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει το ασήμι τού βλεφάρου της η εσπέρα», Καρυωτάκης β. «ιδού ευλαβείς οι Έλληνες / σκύπτουσιν… … Dictionary of Greek
αλαφροσκύβω — σκύβω κάπως, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκύβω] … Dictionary of Greek
κοντοπροσκυνώ — σκύβω και προσκυνώ, γέρνω το σώμα για να προσκυνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + προσκυνώ] … Dictionary of Greek
παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… … Dictionary of Greek
προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… … Dictionary of Greek
κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… … Dictionary of Greek
ακροσκύβω — (και ακροσκύφτω) σκύβω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + σκύβω] … Dictionary of Greek
εγκύπτω — (AM ἐγκύπτω) 1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή 2. (για μελέτες) καταγίνομαι με ζήλο αρχ. 1. σκύβω 2. (για δάχτυλα) λυγίζομαι … Dictionary of Greek
επεισκύπτω — ἐπεισκύπτω (AM) σκύβω πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκύπτω «κλίνω μπροστά, σκύβω»] … Dictionary of Greek