-
1 мрак
-
2 темнота
темнота ж το σκοτάδι, το σκότος· в \темнотае στο σκοτάδι* * *жτο σκοτάδι, το σκότοςв темноте́ — στο σκοτάδι
-
3 Blindness
subs.P. τυφλότης, ἡ (Plat.), V. σκότος, ὁ or τό.Mental blindness: P. and V. σκότος, ὁ or τό (Dem. 411).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blindness
-
4 потёмки
мн. το σκοτάδι, ο σκότος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потёмки
-
5 темнота
το σκοτάδι, το σκότος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > темнота
-
6 мрак
мракм τό σκοτάδι, τό σκότος:во \мраке ночи στό σκοτάδι, τής νύχτας· ◊ э́то покрыто \мраком неизвестности εἶναι σκεπασμένο μέ τό πέπλο τοῦ μυστηρίου. -
7 мрачность
мрачн||остьж1. ἡ σκοτεινιά, τό σκοτάδι, τό σκότος·2. перен (характера, настроения и т. п.) ἡ σκυθρωπότης, ἡ κατήφεια. -
8 темнота
темнот||аж1. (мрак) τό σκοτάδι, τό σκότος:с наступлением \темнотаы οταν σκοτεινιάσει, οταν βραδιάσει· какая тут \темнота! τί σκοτεινά πού εἶναι ἐδῶ!·2. (невежество) ἡ ἀμάθεια, ἡ ἀγραμματωσύνη. -
9 тьма
тьмаж1. (мрак) прям., перен τό σκοτάδι, τό σκότος, ὁ γοφός:кромешная \тьма σκοτάδι πίσσα, θεοσκότεινα·2. (множество) разг τό ἄπειρο πλήθος. -
10 беспросветность
-и θ.το αδιαπέραστο(ν) από το φως, σκότος. -
11 впотьмах
επίρ.στα σκοτεινά, στο σκοτάδι, στο σκότος. -
12 кромешный
επ. παλ. βαρύς, αφόρητος•-ая жизнь αφόρητη ζωή.
εκφρ.кромешный ад – κ. -ая мука κόλαση (ανυπόφορη κατάσταση)•- ая тьма – κ. кромешный мрак θεοσκόταδο, ζόφος, έρεβος, ταρτάρειο σκότος. -
13 мгла
-ы θ.1. στρώμα, προπέτασμα, σύννεφο• πέπλος•мгла застилает даль καταχνιά απλώνεται μακριά•
пыльная мгла σύννεφο σκόνης•
дымная мгла σύννεφο καπνού•
снежная мгла πέπλος χιονιού.
2. σκοτάδι, σκότος. -
14 мрак
-а α.σκοτάδι, σκότος• ζόφος• έρεβος. || μτφ. ανία, πλήξη, βαρ ιεστιμάρα• θλίψη•мрак на душе βαριεστιμάρα στην ψυχή.
εκφρ.покрыто -ом неизвестностью – σκεπάστηκε με πέπλο μυστηρίου. -
15 мрачность
-и θ.σκότος, σκοτεινότητα. || σκυθρωπότητα, κατήφεια, κατσούφιασμα. -
16 темень
-и θ.σκοτάδι, σκότος•ночная- το σκοτάδι της νύχτας.
-
17 темнота
-ы θ.1. σκοτάδι, σκότος•сидеть в -е κάθομαι στο σκοτάδι•
темнота приближатеся το σκοτάδι ζυγώνει, κοντεύει να σκοτεινιάσει.
2. μτφ. παλ. ασάφεια• «καταληψία, θολότητα.3. μτφ. σκοταδισμάς(πνευματ ική-πολιτ ιστ ική καθυστέρηση). -
18 тьма
тьма 1-ы θ.1. σκοτάδι, σκότος•тьма ночи το σκοτάδι της νύχτας•
погрузиться во тьму βυθίζομαι στο σκοτάδι•
во тьме στο σκοτάδι•
нависла тьма έπεσε το σκοτάδι.
2. αμάθεια, αμορφωσιά, καθυστέρηση•ученье тьма свет, а неученье тьма - η μάθηση είναι φως, η αμάθεια είναι σκοτάδι.
тьма 2-ы θ. παλ. δέκα χιλιάδες. || πλήθος, σωρεία•тьма народу πλήθος λαού•
тьма дел σωρεία υποθέσεων.
εκφρ.тьма (тьмы) тема) – παλ. εκατό χιλιάδες, β) τεράστια ποσότητα•тьма тьмушая – (απλ.) πλήθος, σωρεία, σωρός•у меня знакомых —тьмущая – έχω ένα σωρό γνωστούς. -
19 чернота
-а θ.1. μαυράδα, μελανότητα.2. σκοτάδι, σκότος.3. μτφ. παλ. αθρσ. μειονεκτήματα, ελαττώματα• αρνητικές εκδηλώσεις ή πράξεις.εκφρ.чернота под глазами – μαυράδια κάτω από τα μάτια (από κούραση, αρρώστια). -
20 шотландец
-дца α. Σκοτσέζος κ. Σκότος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκότος — darkness neut nom/voc/acc sg σκότος darkness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
σκότος — το 1. σκοτάδι: Αδιαπέραστο σκότος κάλυψε τα πάντα. 2. τύφλωση: Ζει στο αιώνιο σκότος. 3. μυστήριο, ασάφεια: Σκότος καλύπτει την υπόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σκότος — ο, Ν βλ. Σκώτος … Dictionary of Greek
Ιωάννης Σκότος Εριγένης — Βλ. λ. Εριγκένα ή Εριούγκενα, Ιωάννης ο Σκότος … Dictionary of Greek
Εριγένης, Ιωάννης ο Σκότος — (John ScotusErigenaEriugena, Ιρλανδία 810 – 877;). Φιλόσοφος και θεολόγος. Από το 847 έζησε στο Παρίσι, όπου διετέλεσε διευθυντής της Παλατιανής Σχολής του Παρισιού. Με εντολή του Φράγκου βασιλιά Καρόλου Β’ του Φαλακρού μετέφρασε από τα ελληνικά… … Dictionary of Greek
σκότει — σκότος darkness neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκότεϊ , σκότος darkness neut dat sg (epic ionic) σκότος darkness neut dat sg σκοτάω their sight is darkened pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) σκοτάω their sight is darkened imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκότη — σκότος darkness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκότος darkness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκοτάω their sight is darkened pres imperat act 2nd sg (doric) σκοτάω their sight is darkened pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκότους — σκότος darkness neut gen sg (attic epic doric) σκότος darkness masc acc pl σκοτόω darken imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκότω — σκότος darkness masc nom/voc/acc dual σκότος darkness masc gen sg (doric aeolic) σκοτόω darken pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) σκοτόω darken imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτῶν — σκότος darkness neut gen pl (attic epic doric) σκοτάω their sight is darkened pres part act masc voc sg σκοτάω their sight is darkened pres part act neut nom/voc/acc sg σκοτάω their sight is darkened pres part act masc nom sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)