Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σκυταλίδα

  • 1 палочка

    θ.
    ραβδάκι• μπαστουνάκι, σκυταλίδα• βέργα• ξυλάκι•

    дирижёрская палочка η μπαγκέτα•

    барабанные -и τα πλήκτρα τύμπανου ή ταμπουρλόξυλα.

    || διαστολή, μπάρα (|)• две -и οι παράλληλοι, οι δυό μπάρες (||). || (ιατρ.) βακτηρίδιο, βακτήριο, βάκιλλος•

    туберкулзные -и τα βακτηρίδια της φυματίωσης.

    Большой русско-греческий словарь > палочка

См. также в других словарях:

  • σκυταλίδα — η / σκυταλίς, ίδος, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων αρχ. 1. μικρό ραβδί ή… …   Dictionary of Greek

  • σκυταλίδα — σκυταλίς stick fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»