Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σκοπεύω

  • 61 полагать

    ρ.δ.
    1. παλ. καταβάλλω, διαθέτω, βάζω.
    2. παλ. βλ. класть (6 σημ.).
    3. υποθέτω, νομίζω, εικάζω, φαντάζομαι•

    полагать мы -ли, что он уехал εμείς υποθέσαμε ότι αυτός έφυγε.

    || προύποθέτω, σκοπεύω, προτίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > полагать

  • 62 преследовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.μ.
    1. καταδιώκω, κυνηγώ•

    преследовать зверя κυνηγώ το θηρίο•

    врага καταδιώκω τον εχθρό.

    || καταδιώκω από κοντά, παίρνω καταπόδι, από το κοντό.
    2. ενοχλώ, δεν αφήνω ήσυχο•

    меня не перестат преследовать мысль о болезни δεν με αφήνει ήσυχο η σκέψη για την αρρώστεια.

    3. διώκω, κατατρέχω•

    -демократов διώκω τους δημοκράτες.

    4. διώκω (νομικώς)•

    преследовать по суду διώκω δικαστικώς•

    преследовать судебным порядком διώκω με τη δικαστική οδό.

    5. επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω, βάζω για σκοπό•

    преследовать свой интересы βάζω για σκοπό τα συμφέροντα μου.

    καταδιώκομαι, κυνηγιέμαι. || διώκομαι, κατατρέχομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ.

    Большой русско-греческий словарь > преследовать

  • 63 прицел

    α.
    1. σκόπευση.
    2. κλισιοσκόπιο
    оптический прицел διόπτρα όπλου.
    εκφρ.
    брать (взять) на прицел – α) σκοπεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή, β) μτφ. συγκεντρώνω την προσοχή μου.

    Большой русско-греческий словарь > прицел

  • 64 располагать

    ρ.δ.
    βλ. расположить.
    βλ. расположиться.
    ρ.δ.
    1. διαθέτω, έχω στη διάθεση μου•

    располагать большими средствами διαθέτω μεγάλα μέσα.

    || διαθέτω, ρυθμίζω, κανονίζω•

    -своим временем по собственному усмотрению διαθέτω το χρόνο μου όπως εγώ θέλω•

    -йте много είμαι στη διάθεση σας.

    2. παλ. προτίθεμαι, σκοπεύω.

    Большой русско-греческий словарь > располагать

  • 65 расположить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расположенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, διαρυθμιζω, κανονίζω•

    расположить мебель τακτοποιώ τα έπιπλα•

    по другому διευθετώ αλλιώς (μετατάσσω)•

    слова по алфавиту βάζω τις λέξεις κατά αλφαβητική σειρά.

    || διατάσσω, κάνω διάταξη• τοποθετώ•

    расположить отряд по позициям κάνω διάταξη του τμήματος στις θέσεις•

    расположить полк на отдых в городе βάζω το σύνταγμα για ξεκούραση στην πόλη.

    || διαθέτω, προγραμματίζω.
    2. διαθέτω ευνοίκά• προδιαθέτω• κατευθύνω, προσελκύω•

    чем ты -ил его к себе? πως τον πήρες με το μέρος σου;•

    расположить кого–нибудь в свою пользу προσελκύω κάποιον με το μέρος μου.

    1. εγκα-τασταίνομαι• τοποθετούμαι•

    расположить лагерем στρατοπεδεύω, στρατωνιζομαι • καταυλίζομαι.

    || τακτοποιούμαι, βολεύομαι. || κάθομαι, πιάνω θέση. || εκτείνομαι•

    город -лся на склоне горы η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του βουνού.

    2. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > расположить

  • 66 рассчитывать

    ρ.δ.
    1. βλ. рассчитать,
    2. σκοπεύω, έχω στο νου, προτίθεμαι• λογιάζω. || βασίζομαι, στηρίζομαι•

    рассчитывать на своих друзей υπολογίζω στους φίλους μου.

    3. υποθέτω.
    1. βλ. рассчитаться.
    2. λογοδοτώ, δίνω λογαριασμό• απολογούμαι•

    рассчитывать за свой поступки λογοδοτώ για τις πράξεις μου.

    Большой русско-греческий словарь > рассчитывать

  • 67 сажать

    ρ.δ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;
    προσγειώνω (αεροπλάνο).
    2. διορίζω σε θέση.
    4. βάζω, κλείνω•

    сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•

    сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•

    сажать под арест βάζω υπο κράτηση•

    сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•

    сажать в клетку βάζω στο κλουβί.

    || βάζω (υπό καθεστώς)•

    на диету βάζω σε δίαιτα.

    5. φυτεύω•

    картофель φυτεύω πατάτα•

    сажать табак φυτεύω καπνό.

    6. βάζω•

    сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•

    сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.

    7. επιφέρω, προξενώ•

    сажать пятна βάζω λεκέδες•

    сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.

    || ράβω•

    сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    8. επιθέτω, εξαρτώ•

    сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.

    || μπήγω• καρφώνω.
    9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.
    10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).
    εκφρ.
    сажать на яйца – βάζω κλώσσα•
    сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.
    κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών.

    Большой русско-греческий словарь > сажать

  • 68 собрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•

    собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•

    собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•

    собрать в кучу συσσωρεύω•

    собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•

    собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.

    2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•

    собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•

    собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).

    4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.
    5. συναρμολογώ, μοντάρω.
    6. συλλέγω•

    собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.

    7. συγκομίζω•

    собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•

    собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•

    собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.

    8. εντείνω•

    собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.

    1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.
    2. συλλέγομαι.
    3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.
    4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•

    мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.

    5. εξασφαλίζομαι•

    собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•

    собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.

    6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•
    собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.

    Большой русско-греческий словарь > собрать

  • 69 умыслить

    -лго, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умышленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. παλ. διανοούμαι, προτίθεμαι, σκοπεύω• προσχεδιάζω, προμελετώ.

    Большой русско-греческий словарь > умыслить

  • 70 умышлять

    ρ.δ.
    βλ. умыслить.
    σκοπεύω, διανοούμαι, προτίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > умышлять

  • 71 хотеть

    хочу, хочешь, хочет, хотим, хотите, хотят
    ρ.δ.
    θέλω• επιθυμώ•

    хотеть пить θέλω να πιώ•

    хотеть есть θέλω να φάω•

    хочу хлеба θέλω ψωμί•

    делайте, как хотите κάνετε, όπως θέλετε.

    || προτίθεμαι, σκοπεύω•

    я хотел вам написать письмо ήθελα να σας γράψω γράμμα...

    || επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ (να αποκτήσω)•

    хотеть мира и любви θέλω ειρήνη και αγάπη.

    || (για σεξουαλική ικανοποίηση)• θέλω.
    εκφρ.
    что хочешь – ό,τι θέλεις (απ όλα)•
    сколько -чешь – όσο (όσα) θέλεις•
    где -чешь – όπου θέλεις•
    как -чешь – όπως θέλεις•
    хочешь не хочешь ή хошь не хошь – θέλοντας μη θέλοντας, εκών άκων.
    θέλω• επιθυμώ•

    мне хочется домой εγώ θέλω να πάω σπίτι μου•

    мне хочется пить θέλω να πιώ•

    ей хочется спать αυτή θέλει να κοιμηθεί•

    ему хотетьлось что-то сказать αυτός ήθελε κάτι να πει.

    Большой русско-греческий словарь > хотеть

См. также в других словарях:

  • σκοπεύω — σκοπεύω, σκόπευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκοπεύω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθορίζω τη θέση ενός σημείου ή ενός αντικειμένου με τη βοήθεια οπτικού οργάνου, διοπτεύω 2. εκτελώ σκόπευση, κατευθύνω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου προς έναν στόχο, σημαδεύω 3. μτφ. έχω σκοπό να κάνω κάτι, προτίθεμαι να πράξω κάτι …   Dictionary of Greek

  • σκοπεύω — σκόπευσα 1. κατευθύνω τη βολή προς κάποιο στόχο. 2. έχω σκοπό να κάνω κάτι: Ο υπουργός σκοπεύει να παραιτηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοπεύσω — σκοπεύω aor subj act 1st sg σκοπεύω fut ind act 1st sg σκοπεύω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύει — σκοπεύω pres ind mp 2nd sg σκοπεύω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύοντα — σκοπεύω pres part act neut nom/voc/acc pl σκοπεύω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύοντι — σκοπεύω pres part act masc/neut dat sg σκοπεύω pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύουσι — σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύουσιν — σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύσατε — σκοπεύω aor imperat act 2nd pl σκοπεύω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκόπευον — σκοπεύω imperf ind act 3rd pl σκοπεύω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»