Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
σκνίπτω/xx
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
σκνίπτω — Α [σκνίψ, σκνιπός] (κατά τον Ησύχ.) νύσσω, τσιμπώ, κεντώ … Dictionary of Greek
σκηνίπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «διαφθείρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. σκήπτω και ῥίπτω (πρβλ. σκηρίπτομαι). Κατ άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα: κνιπεῖν σείειν και σκνίπτω «τσιμπώ, κεντώ» (πρβλ. κνίψ)] … Dictionary of Greek