-
1 σκνῑφός
-
2 σκνῖφος
-
3 σκνῖφος
σκνῖφος, τό, Dunkel, Finsternis -
4 σκνῑφός
σκνῑφός, dunkel, finster, trüb, dämmerig; dah. auch vom trüben, blöden Gesicht, undeutlich, wie im Dämmerlicht sehend -
5 σκνίψ
σκνίψ, ὁ, seltener ἡ, gen. σκνῑπός u. σκνῑφός, nom. plur. σκνῖπες, Lob. Phryn. 399 f (vgl. κνίζω, σκνίπτω), wie κνίψ, eine Ameisenart, welche die Feigen benagt; – auch ein Wurm, der unter der Baumrinde das Holz zernagt, Plut. Symp. 2, 3, 2, VLL.; ἐξ οἴνου τρεπ ομένου, S. Emp. pyrrh. 1, 41. – Sprichwörtlich σκνὶψ ἐκ χώρας, von schnell Wegspringenden, Strattis bei Zenob. 5, 35, vgl. Phot.
-
6 σκνῑπός
σκνῑπός, knickerig, knauserig, filzig, Sp. – Auch = σκνιφός, Simonds bei Poll. 2, 65, der ἀμυδρὸν βλέπων erkl.
-
7 κνῑφός
См. также в других словарях:
σκνίφος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ σκότος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιφός / σκνιφαῖος «σκοτεινός» (βλ. λ. κνίψ)] … Dictionary of Greek
σκνιφός — ή, όν, Α βλ. σκνιπός … Dictionary of Greek
σκνιφεύομαι — Μ [σκνιφός] είμαι σκνιφός*, φιλάργυρος … Dictionary of Greek
κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… … Dictionary of Greek
σκιφός — και σκιπός, ή, όν, Α 1. φειδωλός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκιφός, ὁ μικρολόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκνιπός / σκνιφός] … Dictionary of Greek
σκνιπαίος — και δ. αν. σκνιφαῑος, αία, ον, Α σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται ή περιπλανάται μέσα στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός + κατάλ. αῖος, πιθ. και κατ επίδραση τού κνεφ αῖος, από όπου και η σημ. τής λ. (βλ. και λ. κνίψ)] … Dictionary of Greek
σκνιπός — και σκνιφός, ή, όν, Α 1. τσιγγούνης, φιλάργυρος 2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ] … Dictionary of Greek
σκνιπότης — και σκνιφότης, ητος, ἡ, Α φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός με σημ. «φιλάργυρος» (βλ. λ. σκνιπός και κνίψ)] … Dictionary of Greek