-
1 σκληραύχην
A stiff-necked, unmanageable, prop. of horses, Ph.1.114, Plu.2.2f: metaph., Ph.2.528.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληραύχην
См. также в других словарях:
κρατεραύχην — κρατεραύχην, ενος, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατό αυχένα («ἵππος κρατεραύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αὐχήν, αὐχένος (πρβλ. καμπυλ αύχην, σκληρ αύχην)] … Dictionary of Greek
μεσαύχην — μεσαύχην, ενος, ὁ (Α) αυτός που είναι δεμένος στο μέσο τού αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. κρατερ αύχην, σκληρ αύχην)] … Dictionary of Greek
χλωραύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για αηδόνι) αυτός που έχει πράσινο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αὐχήν, ένος (πρβλ. μακρ αύχην, σκληρ αύχην)] … Dictionary of Greek