-
21 Σκίρωνες
Σκί̱ρωνες, Σκίρωνwhich blew from the Scironian rocks: masc nom /voc pl -
22 Σκίρωνι
Σκί̱ρωνι, Σκίρωνwhich blew from the Scironian rocks: masc dat sg -
23 Σκίρωνος
Σκί̱ρωνος, Σκίρωνwhich blew from the Scironian rocks: masc gen sg -
24 σκιραφείοις
σκῑραφεί̱οις, σκιραφεῖονgambling-house: neut dat pl -
25 σκιράφοις
σκῑράφοις, σκίραφοςdice-box: masc dat pl -
26 σκιράφου
σκῑράφου, σκίραφοςdice-box: masc gen sg -
27 σκιράφους
σκῑράφους, σκίραφοςdice-box: masc acc pl -
28 σκίπων
σκί̱πων, σκίπωνstaff: masc nom /voc sg -
29 σκίπωνα
σκί̱πωνα, σκίπωνstaff: masc acc sg -
30 σκίπωνας
σκί̱πωνας, σκίπωνstaff: masc acc pl -
31 σκίπωνες
σκί̱πωνες, σκίπωνstaff: masc nom /voc pl -
32 σκίπωνι
σκί̱πωνι, σκίπωνstaff: masc dat sg -
33 σκίπωνος
σκί̱πωνος, σκίπωνstaff: masc gen sg -
34 σκίπωσιν
σκί̱πωσιν, σκίπωνstaff: masc dat pl -
35 σκίραφοι
σκί̱ραφοι, σκίραφοςdice-box: masc nom /voc pl -
36 σκίραφος
σκί̱ραφος, σκίραφοςdice-box: masc nom sg -
37 σκίρους
σκί̱ρους, σκῖροςhard: masc acc plσκιρόωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
38 σκίασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκίασις
-
39 σκιαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιαστής
-
40 σκιαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιαστικός
См. также в других словарях:
σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… … Dictionary of Greek
σκι — το (λ. γαλλ.), άκλ. 1. χιονοπέδιλα: Αγόρασε καινούρια σκι. 2. χιονοδρομία ή το αντίστοιχο σπορ στη θάλασσα: Πήγαν στο Πήλιο, για να κάνουν σκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιραφεῖα — σκῑραφεῖα , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιραφεῖον — σκῑραφεῖον , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιραφείοις — σκῑραφεί̱οις , σκιραφεῖον gambling house neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιριτῶν — Σκῑρῑτῶν , Σκιρῖται the Scirites masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιρωνίδα — Σκῑρωνίδα , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem acc sg Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης masc nom/voc/acc dual Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιρωνίδες — Σκῑρωνίδες , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιρωνίδων — Σκῑρωνίδων , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιρωνίς — Σκῑρωνίς , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιρωνίσιν — Σκῑρωνίσιν , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)