-
1 σκιταλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιταλίζω
-
2 εσκιτάλιζε
-
3 ἐσκιτάλιζε
См. также в других словарях:
σκιταλίζω — Α [Σκίταλοι] είμαι λάγνος … Dictionary of Greek
ἐσκιτάλιζε — σκιταλίζω to be lustful imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)