-
1 scène
σκηνή -
2 tente
σκηνή -
3 scéna
σκηνή -
4 stan
σκηνή -
5 tent
σκηνή -
6 namiot
σκηνή -
7 scena
σκηνή -
8 sceneria
σκηνή -
9 сцена
-ы θ.1. (θεατρ.) σκηνή•сцена отделена от зрительного зала занавесом η σκηνή χωρίζεται από την αίθουσα με αυλαία•
поставить на -у ανεβάζω στη σκηνή•
финальная сцена первого акта η τελευταία σκηνή της πρώτης πράξης•
действие первое, сцена вторая πράξη πρώτη, σκηνή δεύτερη.
2. επεισόδιο• συμβάν•сделать кому -у δημιουργώ σκηνές σε κάποιον•
-ревности σκηνή ζηλοτυπίας•
семеиная сцена οικογενειακή σκηνή.
εκφρ.явиться на -е – εμφανίζομαι στη σκηνή (μπροστά στο κοινό)•сойти со -ы – φεύγω (εγκαταλείπω) τη σκηνή (αποσύρομαι από κάτι)•играть на -е – παίζω στη σκηνή (είμαι ηθοποιός). -
10 scene
[si:n]1) (the place where something real or imaginary happens: A murderer sometimes revisits the scene of his crime; The scene of this opera is laid/set in Switzerland.) σκηνή2) (an incident etc which is seen or remembered: He recalled scenes from his childhood.) σκηνή3) (a show of anger: I was very angry but I didn't want to make a scene.) σκηνή4) (a view of a landscape etc: The sheep grazing on the hillside made a peaceful scene.) σκηνή5) (one part or division of a play etc: The hero died in the first scene of the third act of the play.) σκηνή6) (the setting or background for a play etc: Scene-changing must be done quickly.) σκηνικό7) (a particular area of activity: the academic/business scene.) σκηνή•- scenery- scenic
- behind the scenes
- come on the scene -
11 сцена
сцена ж η σκηνή; ставить на \сценае ανεβάζω στη σκηνή* * *жη σκηνήста́вить на сце́не — ανεβάζω στη σκηνή
-
12 палатка
палатк||аж1. ἡ σκηνή, τό τσαντίρι, τό ἀντίσκηνο:походная \палатка ἡ σκηνή ἐκστρατείας· плащ\палатка τό ἀντίσκηνο[ν]· разбить \палаткау στήνω σκηνή·2. (торговая) τό περίπτερο / τό κιόσκι (киоск). -
13 сцена
сцен||аж в разн. знач. ἡ σκηνή:ставить на \сценае ἀνεβάζω στή σκηνή· устраивать \сценаы кому́-л. перен κάνω (или δημιουργώ) σκηνή κάποιου. -
14 палатка
-и θ.1. σκηνή, αντίσκηνο•лагерная палатка σκηνή εκστρατείας•
разбить -у στήνω τη. σκηνή.
2. περίπτερο, κιόσκι.εκφρ.προ•палатка бирная палатка – δοκιμαστήριο, περίπτερο ελέγχου πολύτιμων μετάλλων, νομισμάτων κ.τ.τ. -
15 сцена
1. (площадка, на которой даются театральные представления) η σκηνή, το ικρίωμαразг. το σανίδι2. (часть акта театральной пьесы, отдельный эпизод) το επεισόδιο, η σκηνήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сцена
-
16 выступление
выступление с о λόγος, η ομιλία η εμφάνιση (στη σκηνή) (об актёре)* * *сο λόγος, η ομιλία; η εμφάνιση (στη σκηνή) ( об актёре) -
17 оперный
оперный της όπερας, μελοδραματικός· \оперный театр το θέατρο όπερας· η Λυρική σκηνή (в Греции)* * *της όπερας, μελοδραματικόςо́перный теа́тр — το θέατρο όπερας; η Λυρική σκηνή ( в Греции)
-
18 палатка
палатка ж 1) η τέντα, η σκηνή; поставить (или разбить) \палаткау στήνω τέντα 2) (ларёк) το περίπτερο* * *ж1) η τέντα, η σκηνήпоста́вить ( или разби́ть) пала́тку — στήνω τέντα
2) ( ларёк) το περίπτερο -
19 ставить
ставить 1) βάζω, τοποθετώ; \ставить что-л. на стол βάζω κάτι πάνω στο τραπέζι; \ставить термометр βάζω το θερμόμετρο 2) (устанавливать) στήνω; \ставить памятник ανεγείρω μνημείο 3) театр, ανεβάζω στη σκηνή, σκηνοθετώ ◇ \ставить диагноз κάνω διάγνωση; \ставить на голосование βάζω σε ψηφοφορία* * *1) βάζω, τοποθετώста́вить что-л. на стол — βάζω κάτι πάνω στο τραπέζι
ста́вить термо́метр — βάζω το θερμόμετρο
2) ( устанавливать) στήνωста́вить па́мятник — ανεγείρω μνημείο
3) театр. ανεβάζω στη σκηνή, σκηνοθετώ••ста́вить диа́гноз — κάνω διάγνωση
ста́вить на голосова́ние — βάζω σε ψηφοφορία
-
20 эстонский
См. также в других словарях:
σκηνή — tent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
σκηνῇ — σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres ind mp 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres subj act 3rd sg (doric) σκηνάω banqueters pres ind act 3rd sg (doric) σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (epic ionic) σκηνάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνή — η 1. πρόχειρο στέγασμα από πανί, τσαντίρι: Οι στρατιώτες έστησαν τις σκηνές τους κάτω από δέντρα. 2. μέρος του θεάτρου πιο ψηλά από την πλατεία όπου παίζουν οι ηθοποιοί. 3. τμήμα ενός θεατρικού έργου: Η πρώτη πράξη αυτού του έργου περιλαμβάνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκήνη — σκῆνος hut neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκῆνος hut neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκηνάω banqueters pres imperat act 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σκηνάω banqueters imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκηνή του μαρτυρίου — Όρος της Π. Διαθήκης με τον οποίο χαρακτηριζόταν ο φορητός ναός, που αποτελούνταν από ξύλινο πλαίσιο σκεπασμένο με παραπετάσματα και τον οποίο οι Ισραηλίτες έφεραν μαζί τους στις περιπλανήσεις τους στην έρημο. Μέσα σε αυτόν υπήρχε η Κιβωτός της… … Dictionary of Greek
Νέα Σκηνή — Το πρώτο ελληνικό θεατρικό σχήμα που λειτούργησε ως Σωματείο (ομάδα καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας), ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην ανανέωση της ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας. Η Ν.Σ. ιδρύθηκε από τον συγγραφέα, μεταφραστή και σκηνοθέτη… … Dictionary of Greek
σκηνῆι — σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres ind mp 2nd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres subj act 3rd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres ind act 3rd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηναῖς — σκηνή tent fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηναῖσι — σκηνή tent fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηναῖσιν — σκηνή tent fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)