Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σκηνή

  • 41 явление

    явлени||е
    с
    1. τό φαινόμενον/ τό περι-στατικό[ν], τό συμβάν (событие, случай):
    \явлениея природы τα φυσικά.φαινόμενα, τά φαινόμενα τής φύσης· обычное \явление τό συνηθισμένο φαινόμενο· странное \явление τό παράξενο φαινόμενο·
    2. театр. ἡ σκηνή.

    Русско-новогреческий словарь > явление

  • 42 мизансцена

    [μιζανστσένα] ουσ. θ. (θεατρ.) τοποθέτηση στη σκηνή

    Русско-греческий новый словарь > мизансцена

  • 43 сцена

    [στσιένα] ουσ. α σκηνή

    Русско-греческий новый словарь > сцена

  • 44 эстрада

    [εστράντα] ουσ. θ. εξέδρα, σκηνή

    Русско-греческий новый словарь > эстрада

  • 45 мизансцена

    [μιζανστσένα] ουσ θ (θεατρ) τοποθέτηση στη σκηνή

    Русско-эллинский словарь > мизансцена

  • 46 сцена

    [στσιένα] ουσ α σκηνή

    Русско-эллинский словарь > сцена

  • 47 эстрада

    [εστράντα] ουσ θ εξέδρα, σκηνή

    Русско-эллинский словарь > эстрада

  • 48 вызов

    α.
    1. νιλήση, φώνασμα• πρόσκληση, κάλεσμα•

    вызов врача на дом κάλεσμα του γιατρού στο σπίτι.

    || ανάκληση στη σκηνή (ηθοποιού,1 τραγουδιστή).
    2. κλήση (δικαστική)•

    получать вызов в суд παίρνω δικαστική κλήση•

    вызов свидетелей κλήση μαρτύρων, κάλεσμα, πρόταση συμμετοχής•

    вызов на соревнование κάλεσμα σε άμιλλα.

    || κάλεσμα σε μονομαχία•

    бросить перчатку в знак -а πετώ το γάντι σε ένδειξη πρόκλησης σε μονομαχία.

    || περιφρόνηση•

    вызов советской общественности πρόκληση κατά του σοβιετικού κοινού•

    вызов здравому смыслу πρόκληση στην κοινή λογική.

    Большой русско-греческий словарь > вызов

  • 49 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 50 выступить

    -плю, -пишь, ρ.σ.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι.
    2. ξεκινώ, εκκινώ, παίρνω κατεύθυνση, αναχωρώ.
    3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    слезы -ли на глазах δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια•

    выступить на сцене εμφανίζομαι στη σκηνή.

    4. αγορεύω, βγάζω, εκφωνώ λόγο, ομιλώ, δημηγορώ•

    выступить на собрании "ομιλώ στη συνέλευση.

    εκφρ.
    выступить в роли кого-н. – υποδύομαι το ρόλο κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > выступить

  • 51 выход

    α.
    1. έξοδος•

    выход из дому έξοδος από το σπίτι,• выход кораблей на море απόπλους των πλοίων.

    2. έκδοση•

    выход книги в свет έκδοση του βιβλιου,

    3. εμφάνιση στη σκηνή.
    4. θύρα εξόδου•

    запасной выход έξοδος κινδύνου.

    || μτφ. απαλλαγή•

    выход из трудного положения έξοδος από δύσκολη κατάσταση.

    5. εξαγωγή•

    выход масла из подсолнечных семян εξαγωγή λαδιού από ηλιόσπορο.

    6. (για ορυκτά) έξοδος, εμφάνιση στην επιφάνεια.
    εκφρ.
    дать выход чувству, гневуκ.τ.τ. αφήνω να ξεσπάσει το αίσθημα, ο θυμός•
    знать все входы и -ы – ξέρω όλες τις τρύπες (τα αρμόδια γραφεία)•
    на -еκ. на -ах στα βουβά, στους βουβούς ρόλους•
    дать выход – δίνω τη δυνατότητα να εμφανιστεί.

    Большой русско-греческий словарь > выход

  • 52 дебют

    α.
    1. έναρξη, πρώτο ξεκίνημα ηθοποιού στη σκηνή, ντεμπουτάρισμα, ντεμπούτο. || αρχή, έναρξη έργου, τα πρώτα βήματα.
    2. η πρώτη κίνηση στο παιγνίδι, το έβγα, το άνοιγμα•

    ферзевый дебют το άνοιγμα με τη βασίλισσα.

    Большой русско-греческий словарь > дебют

  • 53 душераздирающий

    επ.
    σπαραχτικός, σπαραξικάρδιος•

    -ая сцена σπαραξικάρδια σκηνή•

    крик σπαραχτική κραυγή.

    Большой русско-греческий словарь > душераздирающий

  • 54 кадр

    α.
    1. (φωτογρ.) πλάκα• ένα τετράγωνο του φιλμ.
    2. μια σκηνή ή ένα επεισόδιο κινηματογραφικής ταινίας.

    Большой русско-греческий словарь > кадр

  • 55 картина

    θ.
    1. πίνακας, εικόνα, ζωγραφιά, ταμπλό•

    -ы Рафаэля πίνακες του Ραφαήλ•

    книга с -ами εικονογραφημένο βιβλίο.

    2. αναπαράσταση με τη φαντασία• - прошлого εικόνα από το παρελθόν•

    -ы детства εικόνες από την παιδική ζωή.

    3. για κάτι όμορφο•

    это не дом, а - αυτό δεν είναι σπίτι, αλλά ζωγραφιά.

    || ζωντανή λογοτεχνική περιγραφή.
    4. ένα μέρος πράξης δραματικού έργου• σκηνή.
    5. κινηματογραφική ταινία.

    Большой русско-греческий словарь > картина

  • 56 кочевой

    επ.
    νομαδικός•

    -ые народы νομαδικοί λαοί•

    -ые племени νομαδικές φυλές•

    -ая жизнь νομαδική ζωή•

    -ая юрта νομαδική σκηνή.

    Большой русско-греческий словарь > кочевой

  • 57 кулиса

    θ.
    1. κυρίως στον πλθ. -лисы, -лис παρασκήνια (θεάτρου).
    2. μαχλός (λεβιέ) ταχυτήτων.
    3. προστατευτική ζώνη από μακρυστέλεχα φυτά (καλαμπόκι, ηλίανθος κλπ.).
    εκφρ.
    за -ы – στα παρασκήνια, πίσω από τη σκηνή•
    за -ими – στα παρασκήνια (κυρλξ. κ. μτφ.)

    Большой русско-греческий словарь > кулиса

  • 58 куща

    -и, γεν. πλθ. кущ κ. кущей θ.
    1. φύλλωμα, -ωσιά.
    2. παλ. τσαντήρι, σκηνή.

    Большой русско-греческий словарь > куща

  • 59 лицедействовать

    -ствую, -ствуешь ρ.δ. παλ.
    1. παίζω στη σκηνή είμαι ηθοποιός.
    2. υποκρίνομαι υποδύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лицедействовать

  • 60 массовка

    θ.
    μικρή συγκέντρωση, μικρό συλλαλητήριο• μικρή επαναστατική συνάθροιση. || μαζική εκδρομή. || μαζική συμμετοχή στη σκηνή.

    Большой русско-греческий словарь > массовка

См. также в других словарях:

  • σκηνή — tent fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • σκηνῇ — σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres ind mp 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres subj act 3rd sg (doric) σκηνάω banqueters pres ind act 3rd sg (doric) σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (epic ionic) σκηνάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνή — η 1. πρόχειρο στέγασμα από πανί, τσαντίρι: Οι στρατιώτες έστησαν τις σκηνές τους κάτω από δέντρα. 2. μέρος του θεάτρου πιο ψηλά από την πλατεία όπου παίζουν οι ηθοποιοί. 3. τμήμα ενός θεατρικού έργου: Η πρώτη πράξη αυτού του έργου περιλαμβάνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκήνη — σκῆνος hut neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκῆνος hut neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκηνάω banqueters pres imperat act 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σκηνάω banqueters imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκηνή του μαρτυρίου — Όρος της Π. Διαθήκης με τον οποίο χαρακτηριζόταν ο φορητός ναός, που αποτελούνταν από ξύλινο πλαίσιο σκεπασμένο με παραπετάσματα και τον οποίο οι Ισραηλίτες έφεραν μαζί τους στις περιπλανήσεις τους στην έρημο. Μέσα σε αυτόν υπήρχε η Κιβωτός της… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Σκηνή — Το πρώτο ελληνικό θεατρικό σχήμα που λειτούργησε ως Σωματείο (ομάδα καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας), ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην ανανέωση της ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας. Η Ν.Σ. ιδρύθηκε από τον συγγραφέα, μεταφραστή και σκηνοθέτη… …   Dictionary of Greek

  • σκηνῆι — σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres ind mp 2nd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres subj act 3rd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres ind act 3rd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηναῖς — σκηνή tent fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηναῖσι — σκηνή tent fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηναῖσιν — σκηνή tent fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»