-
1 σκευοφόρω
-
2 σκευοφόρῳ
См. также в других словарях:
σκευοφορώ — έω, Α [σκευοφόρος] φέρω αποσκευές, είμαι σκευοφόρος (α. «ἐθέλοις ἂν... τὴν γυναῑκά σου ἀκοῡσαι ὅτι σκευοφορεῑς», Ξεν. β. «σκευοφορεῑσθαι καμήλοις» έχω στη διάθεσή μου καμήλες για τη μεταφορά τών αποσκευών και άλλων πραγμάτων, Πλούτ.) … Dictionary of Greek
σκευοφόρῳ — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat sg σκευοφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευηφορώ — έω, Α βλ. σκευοφορῶ … Dictionary of Greek
συσκευοφορώ — έω, Α φέρω τον εξοπλισμό μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σκευοφορῶ «φέρω τα σκεύη»] … Dictionary of Greek