-
1 σκευοφορος
I2вьючный, обозный, ломовой(κάμηλοι Her.; ὑποζύγια Xen.)
IIὅ досл. носильщик, воен. обозный Her., Thuc., Arph., Xen. -
2 σκευοφόρος
σκευοφόροςmasc /fem nom sg -
3 σκευοφόρος
ος, ον 1. грузовой, багажный;2. (η) багажный вагон -
4 σκευοφόρος
-
5 σκευοφόρος
σκευόφορ-ος (parox.), ον,A carrying σκεύη, σ. κάμηλοι baggage-camels, Hdt.1.80;ὑποζύγια X. HG4.1.24
;ὄνος Poll.1.139
; τὰ ς. (sc. κτήνη) pack-animals, Th.2.79, X.Cyr.5.4.45, An.1.3.7, al.: collectively in sg., πᾶν τὸ ς. Plb.3.79.2, cf. 3.51.6, 12.19.5.II Subst., of persons, baggage-carrier, porter, Ar.Ra. 497, IG42(1).121.79 (Epid., iv B.C.), PAmh.2.62.13 (ii B.C.); οἱ ς. sutlers, camp-followers, esp. the servants of the ὁπλίτης, who carried his baggage and shield,οἱ σ. τε καὶ τὰ ὑποζύγια Hdt.7.40
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκευοφόρος
-
6 σκευοφόρος
σκευο-φόρος, Gerät, Gepäck tragend; οἱ σκευοφόροι, die Packknechte; auch von Kamelen; bes. hieß so der Diener des schwerbewaffneten Kriegers zu Fuß, der diesem sein Gepäck u. den Schild trug; τὰ σκευοφόρα, sc. κτήνη, Pack-, Lastvieh im Gefolge eines Heeres, der Troß -
7 σκευοφόρος
yük katarı, yük vagonu -
8 σκευοφόροις
σκευόφοροςcarrying: masc /fem /neut dat plσκευοφόροςmasc /fem /neut dat pl -
9 σκευοφόρον
σκευοφόροςmasc /fem acc sgσκευοφόροςneut nom /voc /acc sg -
10 σκευοφόρου
σκευόφοροςcarrying: masc /fem /neut gen sgσκευοφόροςmasc /fem /neut gen sg -
11 σκευοφόρους
σκευόφοροςcarrying: masc /fem acc plσκευοφόροςmasc /fem acc pl -
12 σκευοφόρων
σκευόφοροςcarrying: masc /fem /neut gen plσκευοφόροςmasc /fem /neut gen pl -
13 σκευοφόρα
σκευοφόροςneut nom /voc /acc pl -
14 σκευοφόροι
σκευοφόροςmasc /fem nom /voc pl -
15 вагон
вагон м το βαγόνι; спальный \вагон το βαγκονλί; международный \вагон το βαγόνι εξωτερικού; мягкий \вагон το βαγόνι πρώτης θέσης; купированный (или купейный) \вагон το βαγόνι με κουπέ плацкартный \вагон το βαγόνι χωρίς κουπέ \вагон-ресторан το βαγκονρεστοράν багажный \вагон η σκευοφόρος* * *мτο βαγόνιспа́льный ваго́н — το βαγκονλί
междунаро́дный ваго́н — το βαγόνι εξωτερικού
мя́гкий ваго́н — το βαγόνι πρώτης θέσης
купи́рованный ( или купе́йный) ваго́н — το βαγόνι με κουπέ
плацка́ртный ваго́н — το βαγόνι χωρίς κουπέ
ваго́н-рестора́н — το βαγκονρείσοράν
бага́жный ваго́н — η σκευοφόρος
-
16 багажный
багаж||ныйприл σκευοφόρος, τῶν ἀποσκευών:\багажныйный вагон ἡ σκευοφόρος, τό βαγόνι ἀποσκευῶν. -
17 σκευοφόρω
-
18 σκευοφόρῳ
-
19 sarcinator [2]
2. sarcinātor, ōris, m. (sarcina) = σκευοφόρος (Gloss. II, 433, 20), Gepäckträger, Albin. 309, 28 K.
-
20 vasifer
vāsifer, erī, m., der Geräteträger = σκευοφόρος, Gloss. II, 433, 20.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκευοφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… … Dictionary of Greek
σκευοφόρος — α, ο αυτός που μεταφέρει αποσκευές: Στην αρχαία εποχή τα στρατεύματα συνοδεύονταν στην εκστρατεία από σκευοφόρα ζώα. η όχημα για τη μεταφορά αποσκευών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκευοφόροις — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat pl σκευοφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρον — σκευοφόρος masc/fem acc sg σκευοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρου — σκευόφορος carrying masc/fem/neut gen sg σκευοφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρους — σκευόφορος carrying masc/fem acc pl σκευοφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρων — σκευόφορος carrying masc/fem/neut gen pl σκευοφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρῳ — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat sg σκευοφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρα — σκευοφόρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόροι — σκευοφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)