1 σκάφαλος
σκάφαλος, erkl. Hesych. durch ἀντλητήρ.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > σκάφαλος
σκάφαλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀντλητήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω* + κατάλ. αλος, κατά το πάσσ αλος] … Dictionary of Greek