-
1 σιττάκη
σιττάκη, = Folgdm, Sp.
-
2 ψιττάκη
ψιττάκη, ἡ, = σιττάκη, Arist. H. A. 8, 12, s. ψίττακος.
-
3 ψίττακος
-
4 σίττακος
См. также в других словарях:
σιττάκη — ἡ, Α βλ. ψιττάκη … Dictionary of Greek
ψιττάκη — και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α ψιττακός, παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή τού πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το… … Dictionary of Greek
Sittace — or Sittake or Sittakê (Greek: polytonic|Σιττάκη, Ptol. vi. 1. § 6; Akkadian Sattagū [Kessler, K. 2002, Sittake, Sittakene, Sattagū in Altorientalische Forschungen 29, 238 248] ), was an ancient city, the capital of ancient Sittacene, in Assyria,… … Wikipedia