-
1 Σιντοι
οἱ синты (фракийское племя, в Македонии) Thuc., Arst.
См. также в других словарях:
Σιντοί — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιντοί — οι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) θρακικός λαός που κατοικούσε στη Σιντική και που αργότερα ενσωματώθηκε από τον Φίλιππο και τον Μέγα Αλέξανδρο στο μακεδονικό κράτος … Dictionary of Greek
Σιντοῖς — Σιντοί masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιντούς — Σιντοί masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιντῶν — Σιντοί masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιντική — η, ΝΑ [Σιντοί] (στην αρχαιότητα) περιοχή τής Μακεδονίας που εκτεινόταν γύρω από τον Στρυμόνα και στην οποία κατοικούσαν οι Σιντοί νεοελλ. επαρχία τού νομού Σερρών … Dictionary of Greek
СИНТИКА — • Sintĭca, η̉ Σιντική, населенный фракийскими синтами округ в Македонии, к востоку от Крестонии и к северу от Бисалтии, простиравшийся до реки Стримона и Прасийского озера, с городом Гераклеей Синтикой. Liv. 42, 51. 45, 29. Thuc. 2,… … Реальный словарь классических древностей
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek