-
41 σιμοίσι
σῑμοῖσι, σιμόςsnub-nosed: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)σῑμοῖσι, σιμόωturn up the nose: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)σῑμοῖσι, σιμόωturn up the nose: pres subj act 3rd sg (epic)σῑμοῖσι, σιμόωturn up the nose: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
42 σιμοῖσι
σῑμοῖσι, σιμόςsnub-nosed: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)σῑμοῖσι, σιμόωturn up the nose: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)σῑμοῖσι, σιμόωturn up the nose: pres subj act 3rd sg (epic)σῑμοῖσι, σιμόωturn up the nose: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
43 σιμοτάτην
σῑμοτάτην, σιμόςsnub-nosed: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
44 σιμοτέραν
σῑμοτέρᾱν, σιμόςsnub-nosed: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
45 σιμοτέρου
σῑμοτέρου, σιμόςsnub-nosed: masc /neut gen comp sg -
46 σιμού
σῑμοῦ, σιμόςsnub-nosed: masc /neut gen sgσῑμοῦ, σιμόωturn up the nose: pres imperat mp 2nd sgσῑμοῦ, σιμόωturn up the nose: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
47 σιμοῦ
σῑμοῦ, σιμόςsnub-nosed: masc /neut gen sgσῑμοῦ, σιμόωturn up the nose: pres imperat mp 2nd sgσῑμοῦ, σιμόωturn up the nose: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
48 σιμοί
σῑμοί, σιμόςsnub-nosed: masc nom /voc plσῑμοί, σιμόωturn up the nose: pres subj mp 2nd sgσῑμοί, σιμόωturn up the nose: pres ind mp 2nd sgσῑμοί, σιμόωturn up the nose: pres subj act 3rd sg -
49 σιμούς
σῑμούς, σιμόςsnub-nosed: masc acc pl -
50 σιμώ
-
51 σιμῷ
-
52 σιμάς
σῑμά̱ς, σιμόςsnub-nosed: fem acc pl -
53 σιμή
σῑμή, σιμόςsnub-nosed: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
54 σιμήν
σῑμήν, σιμόςsnub-nosed: fem acc sg (attic epic ionic) -
55 σιμότερα
σῑμότερα, σιμόςsnub-nosed: neut nom /voc /acc comp pl -
56 σιμότεραι
σῑμότεραι, σιμόςsnub-nosed: fem nom /voc comp pl -
57 σιμότεροι
σῑμότεροι, σιμόςsnub-nosed: masc nom /voc comp pl -
58 σιμότερος
σῑμότερος, σιμόςsnub-nosed: masc nom comp sg -
59 γρυπός
-
60 κατάσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάσιμος
См. также в других словарях:
Σῖμος — Flat nose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το … Dictionary of Greek
σιμός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το … Dictionary of Greek
σιμός — σῑμός , σιμός snub nosed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμός — ή, ό 1. ανασηκωμένος στα άκρα: Έχει σιμή μύτη. 2. πλατσομύτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σίμος Ιωαννίδης — Ορεινός οικισμός (267 κάτ., υψόμ. 820 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Φλώρινας … Dictionary of Greek
Σίμος, Σπυρίδων — Δημοσιογράφος και πολιτευτής (1868 1935). Καταγόταν από την Ήπειρο. Εγκαταστάθηκε αρχικά στον Πειραιά αλλά έπειτα από σύντομη παραμονή, πήγε στη Ρουμανία, όπου ίδρυσε το 1892 το Βουκουρέστι την εφημερίδα Πατρίς. Το 1906, εξαιτίας των διωγμών του… … Dictionary of Greek
Μενάρδος, Σίμος — (Μυτιλήνη 1872 – Αθήνα 1933). Καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλοσοφία και νομικά στην Αθήνα, ενώ την περίοδο 1898 04 δικηγόρησε στην Κύπρο, από όπου και καταγόταν. Εκεί συγκέντρωσε… … Dictionary of Greek
Σῖμοι — Σῖμος Flat nose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σῖμον — Σῖμος Flat nose masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμ' — σῑμά , σιμός snub nosed neut nom/voc/acc pl σῑμά̱ , σιμός snub nosed fem nom/voc/acc dual σῑμά̱ , σιμός snub nosed fem nom/voc sg (doric aeolic) σῑμέ , σιμός snub nosed masc voc sg σῑμαί , σιμός snub nosed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)