-
1 σιμος
31) курносый или плосконосый(ἀνήρ Her.; παιδίον Arst.)
2) с тупой мордой, тупорылый(ἥ φύσις τῶν ἵππων τῶν ποταμίων Her.)
3) тупой или вздернутый(ῥίς Plat., Arst.)
4) поднимающийся вверх, идущий в гору(χωρίον Arph.; ὁδός Xen.)
5) вогнутый, впалый(ἥ γαστέρ τῶν ἀδείπνων Xen.). - см. тж. σιμά и σιμόν
См. также в других словарях:
σιμός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το … Dictionary of Greek