-
1 καυλος
ὅ1) стебель(σιλφίου Arph.; κράμβης Arst.)
2) стержень(πτεροῦ Plat., Arst.)
3) древко, преимущ. верхний конец древка4) рукоять(κοπίδος Plut.)
ἀμφὴ καυλὸν φάσγανον ἐρραίσθη Hom. — меч сломался у рукояти5) анат. шейка(τῆς κύστεως Arst.)
6) radix penis Arst.7) ( у насекомых) яйцеклад(ὅ πρὸς τῇ κέρκῳ κ. Arst.)
См. также в других словарях:
σιλφίου — σίλφιον laserwort neut gen sg σιλφιόω prepare with silphium pres imperat act 2nd sg σιλφιόω prepare with silphium imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
λάσαρ — λάσαρ, τὸ (ΑM, Α [κατά τον Ησύχ.] λάσαρον) χυμός τού σιλφίου, φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀπὸς δριμύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
μαγύδαρις — η (AM μαγύδαρις) νεοελλ. βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, τής Ισπανίας, τής Σικελίας και τής ΒΔ. Αφρικής μσν. αρχ. το φυτό πράγκος ο νομευτικός αρχ. ο καρπός, η ρίζα ή ο χυμός τού σιλφίου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μηδικός — ή, ό (ΑΜ μηδικός, ή, ον, θηλ. και μηδίκη) [Μήδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους (α. «μηδική ἐσθής» μεταξωτά ενδύματα β. «μηδ εἰ στράτευμα πλεῑον ἦ τὸ Μηδικόν», Αισχύλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μηδική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek
οπατόν — ὀπατὸν (Α) [οπός] ο κυρηναϊκός χυμός τού σιλφίου … Dictionary of Greek
οπόφυλλον — ὀπόφυλλον, τὸ (Α) ο σπόρος τού φυτού σιλφίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «χυμός φυτού» + φύλλον] … Dictionary of Greek
πυρώδης — (I) ες / πυρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πῡρ] 1. ο όμοιος με τη φωτιά 2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος 3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.) 4. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή,… … Dictionary of Greek