-
1 Pierce
v. trans.Bare: P. and V. τετραίνειν, τρυπᾶν (Soph., frag.), Ar. διατετραίνεσθαι.Prick: P. and V. κεντεῖν, V. χρίειν.Go through: V. διαπερᾶν, διέρχεσθαι (acc. or gen.); of an arrow, V. διαρροιζεῖν (gen.) (Soph., Trach. 558).Enter: P. and V. εἰσέρχεσθαι (εἰς, acc., or acc. alone in V.), εἰσδύεσθαι (εἰς, acc., or acc. alone in V.).Break: P. and V. ῥηγνύναι (in P. usually compounded), διαρρηγνύναι.Piercing his ankles through with iron points: V. σφυρῶν σιδηρᾶ κέντρα διαπείρας μέσον (Eur., Phoen. 26).Sting, pain: P. and V. λυπεῖν, δάκνειν.Pierced with: V. πεπληγμένος (dat.), P. and V. ἐκπεπληγμένος (dat.), ἐκπλαγείς (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pierce
См. также в других словарях:
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek