Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σιδηρᾶ+κέντρα

  • 1 Pierce

    v. trans.
    Bare: P. and V. τετραίνειν, τρυπᾶν (Soph., frag.), Ar. διατετραίνεσθαι.
    Wound: P. and V. τιτρώσκειν, τραυματίζειν; see Wound.
    Prick: P. and V. κεντεῖν, V. χρειν.
    Go through: V. διαπερᾶν, διέρχεσθαι (acc. or gen.); of an arrow, V. διαρροιζεῖν (gen.) (Soph., Trach. 558).
    Enter: P. and V. εἰσέρχεσθαι (εἰς, acc., or acc. alone in V.), εἰσδεσθαι (εἰς, acc., or acc. alone in V.).
    Break: P. and V. ῥηγνύναι (in P. usually compounded), διαρρηγνύναι.
    Strike: P. and V. βάλλειν; see Strike.
    Piercing his ankles through with iron points: V. σφυρῶν σιδηρᾶ κέντρα διαπείρας μέσον (Eur., Phoen. 26).
    met., see through: P. and V. γιγνώσκειν, μανθνειν, αἰσθνεσθαι (acc. or gen.).
    Sting, pain: P. and V. λυπεῖν, δάκνειν.
    Pierced with: V. πεπληγμένος (dat.), P. and V. ἐκπεπληγμένος (dat.), ἐκπλαγείς (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pierce

См. также в других словарях:

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»