-
1 Σηστός
Σηστόςfem nom sg -
2 σηστός
σηστόςthe sifter: masc nom sg -
3 Σηστός
-
4 σηστός
II σηστὸν καρύων Ποντικῶν, perh. name of a measure, PCair.Zen.13.22, cf. 12.9 (iii B.C.). -
5 Σηστός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Σηστός
-
6 Σηστόν
Σηστόςfem acc sg -
7 σηστόν
σηστόςthe sifter: masc acc sg -
8 Σηστοίο
-
9 Σηστοῖο
-
10 Σηστού
-
11 Σηστοῦ
-
12 Σηστώ
-
13 Σηστῷ
-
14 Σηστώι
-
15 Σηστῶι
-
16 σηστοίο
-
17 σηστοῖο
-
18 σηστού
-
19 σηστοῦ
-
20 σηστώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σηστός — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστός — the sifter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… … Dictionary of Greek
Σηστός — η αρχαία πόλη στις ακτές του Ελλησπόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σηστοῖο — Σηστός fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστοῖο — σηστός the sifter masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστοῦ — Σηστός fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστοῦ — σηστός the sifter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστῷ — Σηστός fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστῷ — σηστός the sifter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστόν — Σηστός fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)