Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σημεῖα+ς

  • 21 звездный

    звездн||ый
    прил ἐναστρος, ξάστερος:
    \звездныйое небо ὁ ἔναστρος οὐρανός· ◊ \звездный пробег спорт. ὁ ἀγωνας δρόμου (ἀπό διάφορα σημεία προς ἕνα κέντρο).

    Русско-новогреческий словарь > звездный

  • 22 ключевой

    ключев||о́й I
    прил:
    \ключевойые позиции воен. τά στρατηγικά σημεία.
    ключев||о́й II
    прил τῆς πηγής, πηγαίος:
    \ключевойая вода́ νερό τής πηγής.

    Русско-новогреческий словарь > ключевой

  • 23 командный

    командн||ый
    прил τής διοικήσεως, διοικητικός:
    \командныйая должность ἡ διοικητική θέση· \командный пункт ὁ σταθμός διοικήσεως· \командный состав τά μόνιμα στελέχη στρατού ἡ στόλου· ◊ \командныйые высоты τά δεσπόζοντα σημεία· \командныйое положение ἡ δεσπόζουσα θέση.

    Русско-новогреческий словарь > командный

  • 24 корректурный

    коррект||у́рный
    прил τής διόρθωσης, διορθωτικός:
    \корректурныйу́рный оттиск см. корректура 2-\корректурныйу́рные знаки τά σημεία διορθωτοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > корректурный

  • 25 многое

    мног||ое
    с τά πολλά:
    \многое надо сделать πρέπει νά κάνουμε πολλά· во \многоеом πολύ, σέ πολλά σημεία.

    Русско-новогреческий словарь > многое

  • 26 обозначатьение

    обозначать||ение
    с τό σημεῖο[ν]:
    условные \обозначатьениеения τά συνθηματικά σημεία.

    Русско-новогреческий словарь > обозначатьение

  • 27 основиой

    основи||о́й
    прил θεμελιώδης, βασικός, κύριος (главный)/ οὐσιώδης (существенный):
    \основиойо́й закон ὁ θεμέλιος νόμος, τό σύνταγμα· \основиойой признак τό κύριον (τό βασικό) γνώρισμα, ἡ βασική Ενδειξις· \основиойая причина ἡ βασική αίτία, ἡ αἰτιολογία, τό αίτιολογικό[ν]· \основиойые моменты τά κύρια σημεία· \основиойые отрасли промышленности οἱ βασικοί κλάδοι τής βιομηχανίας· \основиойые средства производства эк. τά βασικά μέσα παραγωγής· \основиойой капитал эк. τό βασικό κεφάλαιο· \основиойые цвета физ. τά βασικά χρώματα.

    Русско-новогреческий словарь > основиой

  • 28 подавать

    подавать
    несов
    1. δίνω, δίδω, προσφέρω, παρέχω:
    \подавать знак δίδω σημειον \подавать совет δίδω συμβουλήν \подавать милостыню δίνω ἐλεημοσύνη· \подавать повод δίνω ἀφορμή· \подавать пример δίνω τά παράδειγμα· \подавать команду δίνω διαταγή, προστάζω· не \подавать руки́ δέν προτείνω τό χέρι μου· \подавать помощь βοηθώ, παρέχω βοήθειαν
    2. (на стол) σερβίρω:
    обед по́дан τό γεῦμα εἶναι σερβιρισμένο·
    3. (лошадей, машину и т. п.) δίνω· 4:
    \подавать заявление ὑποβάλλω αίτηση· \подавать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω παράπονα· подавать в суд κάνω μήνυση·
    5. тех. τροφοδοτώ· ◊ \подавать мяч спорт. δίνω πάσσα· \подавать в отставку ὑποβάλλω παραίτηση, παραιτοῦμαι· \подавать надежды παρέχω ἐλπίδας· не \подавать признаков жизни δέν δίδω σημεία ζωής.

    Русско-новогреческий словарь > подавать

  • 29 помета

    помет||а
    ж
    1. τό σημάδι, ἡ σημείωση:
    \помета на полях ἡ σημείωση στό περιθώριο· 2.:
    грамматические (стилистические) \пометаы τά γραμματικά (στυλιστικά) σημεία.

    Русско-новогреческий словарь > помета

  • 30 препинание

    препина́ни||е
    с:
    знаки \препинаниея грам. τα σημεία τής στίξεως· правила расстано́вкн знаков \препинаниея οἱ κανόνες τής στίξεως.

    Русско-новогреческий словарь > препинание

  • 31 признак

    признак
    м τό σημεῖο[ν], ἡ ἔνδειξη [-ις], τό γνώρισμα, τό σημάδι / τό σύμπτωμα (симптом):
    он не подает \признаков жизни δεν δίνει πιά σημεία ζωής.

    Русско-новогреческий словарь > признак

  • 32 разбрасывать

    разбрасывать
    несов
    1. (δια)σκορπίζω/ σπέρνω (зерна, семена и т. п.):
    \разбрасывать по всему́ свету σκορπίζω στά τέσσερα σημεία τοῦ ὁρίζοντα·
    2. (приводить в беспорядок) σκορπίζω (или ρίχνω) ἐδῶ κι ἐκεΐ:
    \разбрасывать бумаги σκορπίζω τά χαρτιά.

    Русско-новогреческий словарь > разбрасывать

  • 33 свет

    свет I
    м в разн. знач. τό φως:
    лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.
    свет II
    λ·
    1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:
    страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·
    2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:
    всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας.

    Русско-новогреческий словарь > свет

  • 34 страна

    стран||а
    ж ἡ χώρα:
    стра́ны народной демокра́тии οἱ χώρες τής λαϊκής δημοκρατίας· ◊ четыре \странаы света τά τέσσερα σημεία τοῦ ὁρίζοντος.

    Русско-новогреческий словарь > страна

  • 35 pick holes in

    (to criticize or find faults in (an argument, theory etc): He sounded very convincing, but I'm sure one could pick holes in what he said.) ασκώ κριτική/βρίσκω τρωτά σημεία

    English-Greek dictionary > pick holes in

  • 36 punctuate

    (to divide up sentences etc by commas, full stops, colons etc.) προσθέτω ή χρησιμοποιώ σημεία στίξης
    - punctuation mark

    English-Greek dictionary > punctuate

  • 37 the gist

    (the main points (of an argument etc): Just give me the gist of what he said.) κύρια σημεία, ουσία

    English-Greek dictionary > the gist

  • 38 белый

    επ., βρ: бел, -а, -о κ. -ο
    1. λευκός, άσπρος•

    -ая бумага άσπρο χαρτί.

    2. επ. κ. ουσ. λευκός, λευκοφρουρός•

    -ая армия ο στρατός των λευκών•

    белый террор η τρομοκρατία των λευκοφρουρών.

    εκφρ.
    белый билет – πιστοποιητικό απαλλαγής από το στρατό•
    - ое вино – το άσπρο κρασί•
    - ая ворона – παρδαλό κουτάβι (που ξεχωρίζει ανάμεσα στ' άλλα)•
    - ая горячка – τρομώδης παραφροσύνη, ντελίριο•
    -ая изба, -ая баня – άσπρη ίζμπα, άσπρο λουτρό (με καπνοδόχο, σε αντίθεση με τη μαύρη)•
    -ые места,-ые пятна – α) ανεξερεύνητες περιοχές, β) ανεξήγητα, σκοτεινά σημεία•
    - ое мясо – το κοτίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας•
    белый свет – ο κόσμος, η γη•
    - ые стихи – ανομοιοκατάληκτοι στίχοι•
    белый хлеб – εκλεκτό σιταρίσιο ψωμί•
    среди ή средь бела дня – μέρα-μεσημέρι (ολοφάνερα)•
    принять -ое за чёрное – παίρνω ή παρουσιάζω το άσπρο για μαύρο•
    белый медведь – άσπρη αρκούδα.

    Большой русско-греческий словарь > белый

  • 39 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 40 встретить

    -ечу, -етишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встреченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. συναντώ, ανταμώνω, απαντώ, βλέπω, βρίσκω, εντυγχάνω•

    встретить на дороге συναντώ στο δρόμο•

    я -ил его случайно τον αντάμωσα τυχαία.

    2. υποδέχομαι, προύπαντώ, καλωσορίζω, δεξιούμαι•

    встретить гостей καλωσορίζω τους φιλοξενούμενους•

    встретить на аэродроме делегацию υποδέχομαι στο αεροδρόμιο την αντιπροσωπεία.

    || υποδέχομαι•

    встретить насмешками υποδέχομαι με κοροϊδίες.

    εκφρ.
    встретить Новый Год – κάνω Πρωτοχρονιά, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά,
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι, απαντιέμαι.
    2. συναντιέμαι γι αγώνα•

    на ринге -лись боксёры στο στίβο συναντήθηκαν οι πυγμάχοι.

    3. συναντιέμαι, τυχαίνω να είμαι, να υπάρχω•

    в книге -лись интересные места στο βιβλίο υπήρξαν ενδιαφέροντα σημεία.

    Большой русско-греческий словарь > встретить

См. также в других словарях:

  • σημεία — σημείᾱ , σημεία military standard fem nom/voc/acc dual σημείᾱ , σημεία military standard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημεία — ἡ, ΜΑ βλ. σημαία …   Dictionary of Greek

  • σημεῖα — σημεῖον mark neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σημεῖα καὶ τέρατα. — См. Знамения и чудеса …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κοράκων λαρυγγισμοὶ — σημεῖα πνευμάτων καὶ ὄμβρων. — См. Каркать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σημείας — σημείᾱς , σημεία military standard fem acc pl σημείᾱς , σημεία military standard fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημεῖ' — σημεῖα , σημεῖον mark neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημείαις — σημεία military standard fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»