Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σημαδεύω

См. также в других словарях:

  • σημαδεύω — σημαδεύω, σημάδεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σημαδεύω — ΝΜΑ [σημάδι(ον)] νεοελλ. 1. τοποθετώ διακριτικό σημάδι για αναγνώριση ή υπενθύμιση, επισημαίνω (α. «σημάδεψα τον δρόμο» β. «σημαδεύω πού θα φυτευθούν τα δέντρα») 2. στρέφω το όπλο ή οτιδήποτε άλλο προς έναν στόχο, σκοπεύω («σημάδεψέ με στην… …   Dictionary of Greek

  • σημαδεύω — σημάδεψα, σημαδεύτηκα, σημαδεμένος 1. βάζω σημάδι, μαρκάρω: Σημάδεψαν τα αρνιά που θα στείλουν στο σφαγείο. 2. σκοπεύω: Τον σημάδεψε στην καρδιά. 3. κάνω κάποιον ανάπηρο: Ο Θεός τον σημάδεψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

  • κατατιτύσκομαι — (Μ) (αποθ.) σκοπεύω, σημαδεύω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτύσκομαι «σκοπεύω, σημαδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συστοχάζομαι — Α σημαδεύω, σκοπεύω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στοχάζομαι «σημαδεύω, σκοπεύω» (< στόχος)] …   Dictionary of Greek

  • τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… …   Dictionary of Greek

  • ασημάδευτος — η, ο [σημαδεύω] 1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν σημαδέψει με διακριτικό σημάδι 2. αυτός που δεν είναι σημαδεμένος, που δεν έχει σωματικό ελάττωμα 3. εκείνος που δεν τον έχουν σημαδέψει ή που δεν τον έχουν σκοπεύσει …   Dictionary of Greek

  • βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… …   Dictionary of Greek

  • διοϊστεύω — (Α) [οϊστεύω] 1. σημαδεύω και διαπερνώ το βέλος μέσα από κάτι 2. φτάνω κάποιο σημείο με το βέλος, ρίχνω το βέλος ώς κάποιο σημείο …   Dictionary of Greek

  • ειστοξεύω — εἰστοξεύω (Α) 1. ρίχνω βέλη εναντίον κάποιου, σημαδεύω 2. ρίχνω κάτι προσαρμοσμένο σε βέλος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»