-
1 клеймить
σημαδεύω, μαρκάρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клеймить
-
2 засекать
1. (делать зарубки) εγκόπτω, χαράσσω, χαράζω 2. (лес) σημαδεύω τους κορμούς του δάσους 3. (геод.) σημαδεύω/προσδιορίζω (τη θέση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засекать
-
3 метить
1. (радиоактивными изотопами) σημαδεύω (με ραδιενεργά ισότοπα) 2. (животных) σημαδεύω/μαρκάρω (τα ζώα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метить
-
4 наметить
-
5 обозначить
-
6 целиться
-
7 наметить
наметить 1-чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. σημαδεύω, σκοπεύω, βάζω στο σημάδι. || σημειώνω, μαρκάρω. || προσδιορίζω.2. σκιαγραφώ, σχεδιάζω πρόχειρα, προσχεδιάζω.σημειώνομαι.наметить 2-чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. σημαδεύω, βάζω σημάδι διακριτικό.2. τρυπώνω (ράβω πρόχειρα).3. διαγράφω, περιγράφω. προσχεδιάζω.σημειώνομαι, σημαδεύομαι. || διαγράφομαι, καθορίζομαι προκαταρτικά. -
8 нацелить
ρ.σ.μ.1. σκοπεύω, σημαδεύω, βάζω στο σημάδι, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή.2. μτφ. έχω σκοπό, πρόθεση.σκοπεύω, σημαδεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή. || αποβλέπω, σκοπεύω, προτίθεμαι. -
9 обметить
-чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.(απλ.) σημαδεύω, βάζω σημάδια•обметить деревья σημαδεύω τα δέντρα.
-
10 заметить
1. (увидеть, приметить) παρατηρώ, ξεχωρίζω, βλέπω, διακρίνω 2. (отме-тить признаки, запомнить) αντιλαμβάνομαι, προσέχω 3. (сделать метку, пометить) σημειώνω, σημαδεύω 4. (сделать замечание, сказать) κάνω παρατήρηση, προβαίνω σε παρατήρηση, σημειώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заметить
-
11 занумеровывать
(απ)αριθμώ, σημαδεύω με αριθμό/αριθμούς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > занумеровывать
-
12 затёсывать
1. (делать тоньше, уже) πελεκώ (ξύλο ή δέντρο) 2. (делать затес) κάνω χαρακιάσημαδεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затёсывать
-
13 кольцевать
1. (ствол дерева для предохранения от вредителей) χαράσσω προστατευτικό δακτύλιο 2 (птиц) σημαδεύω με δακτύλιο (τα πτηνά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кольцевать
-
14 маркирование
το σημάδεμα, το μαρκάρισμα-ть σημαδεύω, μαρκάρωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маркирование
-
15 наносить
1. (покрывать слоем чего-л.) εφαρμόζωεπικαλύπτω2. (обозначать) σημαδεύω 3. (причинять) προξενώ, προκαλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наносить
-
16 обозначать
1. (делать метку) σημειώνω, σημαδεύω 2. (значить) σημαίνω, δείχνω, υποδηλώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обозначать
-
17 прицелить
σκοπεύω, στοχεύω-ся σκοπεύω, σημαδεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прицелить
-
18 размечать
σημειώνω, σημαδεύω, χαράσσω, μαρκάρω, - ивание το σημάδεματο μαρκάρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > размечать
-
19 рельс
η (σιδηρο)τροχι/άη ράγια, η ράγα (ξεν.)маркировать - σημαδεύω την -, стыковывать - ы ενώνω τις - έςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рельс
-
20 клеймить
клейм||и́тьнесов μαρκάρω, σημαδεύω, σταμπάρω· ◊ \клеймитьи́ть позором кого-л. στηλιτεύω, στιγματίζω κάποιον.
См. также в других словарях:
σημαδεύω — σημαδεύω, σημάδεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σημαδεύω — ΝΜΑ [σημάδι(ον)] νεοελλ. 1. τοποθετώ διακριτικό σημάδι για αναγνώριση ή υπενθύμιση, επισημαίνω (α. «σημάδεψα τον δρόμο» β. «σημαδεύω πού θα φυτευθούν τα δέντρα») 2. στρέφω το όπλο ή οτιδήποτε άλλο προς έναν στόχο, σκοπεύω («σημάδεψέ με στην… … Dictionary of Greek
σημαδεύω — σημάδεψα, σημαδεύτηκα, σημαδεμένος 1. βάζω σημάδι, μαρκάρω: Σημάδεψαν τα αρνιά που θα στείλουν στο σφαγείο. 2. σκοπεύω: Τον σημάδεψε στην καρδιά. 3. κάνω κάποιον ανάπηρο: Ο Θεός τον σημάδεψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… … Dictionary of Greek
κατατιτύσκομαι — (Μ) (αποθ.) σκοπεύω, σημαδεύω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτύσκομαι «σκοπεύω, σημαδεύω»] … Dictionary of Greek
συστοχάζομαι — Α σημαδεύω, σκοπεύω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στοχάζομαι «σημαδεύω, σκοπεύω» (< στόχος)] … Dictionary of Greek
τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… … Dictionary of Greek
ασημάδευτος — η, ο [σημαδεύω] 1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν σημαδέψει με διακριτικό σημάδι 2. αυτός που δεν είναι σημαδεμένος, που δεν έχει σωματικό ελάττωμα 3. εκείνος που δεν τον έχουν σημαδέψει ή που δεν τον έχουν σκοπεύσει … Dictionary of Greek
βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… … Dictionary of Greek
διοϊστεύω — (Α) [οϊστεύω] 1. σημαδεύω και διαπερνώ το βέλος μέσα από κάτι 2. φτάνω κάποιο σημείο με το βέλος, ρίχνω το βέλος ώς κάποιο σημείο … Dictionary of Greek
ειστοξεύω — εἰστοξεύω (Α) 1. ρίχνω βέλη εναντίον κάποιου, σημαδεύω 2. ρίχνω κάτι προσαρμοσμένο σε βέλος … Dictionary of Greek