-
21 ἀνά-χυμα
-
22 ἐπ-έγ-χυμα
ἐπ-έγ-χυμα, τό, das Daraufgegossene.
-
23 ἐπί-χυμα
ἐπί-χυμα, τό, Zuguß, Zufluß, Schol. Aesch. Prom. 499.
-
24 ὑπό-χυμα
-
25 ἔγ-χυμα
-
26 ἔκ-χυμα
ἔκ-χυμα, τό, Ausguß, Or. Sib.
-
27 χυμάτων
χύμαthat which is poured out: neut gen pl -
28 χύμασι
χύμαthat which is poured out: neut dat pl -
29 χύμασιν
χύμαthat which is poured out: neut dat pl -
30 χύματα
χύμαthat which is poured out: neut nom /voc /acc pl -
31 χύματι
χύμαthat which is poured out: neut dat sg -
32 χύματος
χύμαthat which is poured out: neut gen sg -
33 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
34 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
35 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
36 материал
1. (вещество, предмет, сырье, данные сведения источники) το υλικ/ό, η ύληводонепроницаемый - υδατοστεγα-νό/υδατοστεγές -воспроизводящий (яд.физ.) - αναπαραγωγήςвсплывающий - που επιπλέει, μη-βυθιζό-μενο -жаростойкий - см. жаропрочный -защитный - (яд.физ.) προστατευτικό -кислотоупорный - см. кислотостойкий -- σε φύλλαнасыпной - см - навалом неактивный - см. инертный -негативный кфт. - αρνητικό -огнеупорный - см. огнестойкий -отделочный - см. облицовочный -полировальный - λείαν-σης/γυαλίσματοςпрутковый - σε ράβδους/βέργεςсветочувствительный кфт. - ευαίσθητο στο φωςстроительный - οικοδομικό -, δομικό -сыпучий - χύδην/χύμαтонколистовой - τα ψιλά/λεπτά ελάσματαхрупкий - ψαθηρό -, εύθραυστο -2. см. материя( во 2 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > материал
-
37 насыпь
1. (возвышение) το ανάχωματο επίχωμα2. (форма груза) το χύματοχύδηνгрузить - ю φορτώνω χύδην/χύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насыпь
-
38 перевозка
η μεταφορ/άбестарная - χύδην/σε χύμα- на условиях СИФ - με όρους С Ι.F. (κόστος, ασφάλεια- сухопутным транспортом χερσαία -, διά της ξηράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозка
-
39 рассыпной
επ.λιανός, ψιλός, τριμμένος. || χωριστός, ασυσκεύαστος, χύμα•-ые сигаретты τσιγάρα χύμα.
εκφρ.рассыпной строй – (στρατ.)• ακροβολισμός. -
40 αποχυμα
См. также в других словарях:
χύμα — that which is poured out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… … Dictionary of Greek
χύμα — 1. για εμπορεύματα, ως επίθ. άκλ., χωρίς διάκριση γένους, αυτό από το οποίο αγοράζει κανείς όση ποσότητα θέλει: Προτιμάει τη χύμα ζάχαρη παρά αυτήν που είναι σε πακέτα. 2. ως επίρρ. τροπ., σωρηδόν, ανάμεικτα: Τους τα είπα χύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυμάτων — χύμα that which is poured out neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύμασι — χύμα that which is poured out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύμασιν — χύμα that which is poured out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύματα — χύμα that which is poured out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύματι — χύμα that which is poured out neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύματος — χύμα that which is poured out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
χυμάτιον — τὸ, ΜΑ [χύμα, ατος] μσν. φρ. «χυμάτιον στύρακος» μικρή ποσότητα, βώλος από ρητινώδες κόμμι τού αρωματικού φυτού στύραξ αρχ. μικρό χύμα, μικρός όγκος μετάλλου … Dictionary of Greek