-
1 οποιοσδήποτε
οποιαδήποτε, οποιονδήποτε αντων. каждый кто, всякий кто, любой, кто бы ни -
2 περίπτωση
[-ις (-εως)] η случай (тж. мед.);πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση — очень интересный случай;
σπάνια περίπτωση — редкий случай;
δεν προβλέπεται περίπτωση πολέμου — возможность возникновения войны маловероятна;
§ σε περίπτωση πού... — или εν περίπτώσει... — в случае если..., на случай если...;
εν η περίπτώσει... — если случится;
εν πάση περίπτώσει — а) при всех случаях, в любом случае; — б) на всякий случай;
σε οποιαδήποτε περίπτωση — в любом случае;
σε τέτοια περίπτ, εν τοιαύτη περίπτώσει — в таком случае, в подобном случае;
σε περίπτωση εσχάτης ανάγκης — или εν περίπτώσει απολύτου ανάγκης — в случае крайней необходимости;
στην καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση — в лучшем (худшем) случае;
εν εναντία περίπτώσει — в противном случае;
σε καμιά περίπτωση — или εν ουδεμία περίπτώσει — ни в коем случае, ни при каких обстоятельствах
-
3 ώρα
η1) час;τό τέταρτο της ώρας — четверть часа;
η μισή ώρα — полчаса;
μία ώρα πρίν... — за час до...;
κάθε δυό ώρες каждые два часа;αργώ μιά ώρα — опаздывать на час;
περιμένω ολόκληρες ώρες ждать часами;η ώρα είναι έξι — сейчас шесть часов;
τί ώρα είναι; — который час?;
κατά τη μιά η ώρα — к часу;
πληρωμή με την ώρα — почасовая оплата;
2) час, время;η ώρα της δουλείας — рабочее время;
ελεύθερες ώρες свободные часы, свободное время;ακατάλληλη ώρα — неурочный час;
οποιαδήποτε ώρα — или πάσαν ώραν — в любое время;
τίς νυχτερινές
См. также в других словарях:
οποιοσδήποτε — οποιαδήποτε, οποιοδήποτε (ΑΜ ὁποιοσδήποτε, ὁποιαδήποτε, ὁποιονδήποτε) (αόρ. αντων.) ο καθένας, όποιος τυχόν … Dictionary of Greek
εγκεφαλοπάθεια — Οποιαδήποτε νόσος του εγκεφάλου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ευρεία καταστροφή ή εκφυλισμό του εγκεφαλικού ιστού. Σε περίπτωση που η διαταραχή χαρακτηρίζεται από σύγχυση, αστάθεια στον βηματισμό και αφύσικες οφθαλμικές κινήσεις, τότε έχουμε τη… … Dictionary of Greek
ζωονοσία — Οποιαδήποτε λοιμώδης ή παρασιτική νόσος των ζώων, που μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους. * * * και ζωονόσος, η ιατρ. κάθε νόσος τών ζώων που μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο και αντίστροφα, όπως ο άνθρακας, η λύσσα, η πανώλη, η ψιττάκωση… … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
θερμική κράμπα — Οποιαδήποτε κράμπα στο χέρι, στο πόδι ή στην κοιλιά, που προκαλείται από εξάντληση νερού και άλατος από τη ζέστη … Dictionary of Greek
καρδιομυοπάθεια — Οποιαδήποτε ασθένεια προσβάλλει τον καρδιακό μυ. Μπορεί να είναι πρωτοπαθής, εκφυλιστική (στη γεροντική ηλικία) ή δευτεροπαθής (οπότε στα αίτια συμπεριλαμβάνονται τοξική βρογχοκήλη, σύφιλη, υπέρταση, ενδοκαρδίτιδα κλπ.) … Dictionary of Greek
οποιοσδήποτε — οποιαδήποτε οποιοδήποτε (αναφορ. αντων.), όποιος κι αν, όποιος και να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… … Dictionary of Greek