Перевод: с греческого на французский

с французского на греческий

σε+αγαπώ

См. также в других словарях:

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

  • αγαπώ — αγαπάω / αγαπώ, αγάπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγαπώ — αγάπησα, αγαπήθηκα, αγαπημένος 1. νιώθω στοργή, αφοσίωση σε κάτι: Αγαπά πολύ τα παιδιά της. 2. αισθάνομαι έρωτα: Την αγαπά σαν τρελός. 3. έχω κλίση σε κάτι, μου αρέσει κάτι: Αγαπά πολύ την κλασική μουσική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαπῶ — ἀ̱γαπῶ , ἀγαπάω greet with affection imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres imperat mp 2nd sg ἀγαπάω greet with affection pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀγαπάω greet with affection pres ind act 1st sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπῷ — ἀγαπάω greet with affection pres opt act 3rd sg ἀγαπάζω treat with affection fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὕτω σέ ἀγαπῶ, ὡς ὁ νύων τὸ κρόμμυον. — См. Любит как собака палку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ζώη μοῦ, σὰς ἀγαπῶ. — См. Ты жизнь моя! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κρυφαγαπιέμαι — αγαπώ κάποιον και με αγαπά κρυφά, χωρίς να τό ξέρουν άλλοι, κρατώ μυστικό τον έρωτά μου …   Dictionary of Greek

  • παραγαπώ — αγαπώ υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • αγαπώς — και ός, ο, ώ, η αγαπημένος, εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος δημιουργήθηκε από ιδιάζουσα σύνταξη τού ρ. αγαπώ με την αιτ. τού άρθρου που είχε αναφορική σημασία. Η σύνταξη αυτή απαντά ήδη από τον 15ο αιώνα σε δημοτικά τραγούδια, π. χ. «τον αγαπώ (= αυτόν …   Dictionary of Greek

  • λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»