-
1 σεισαχθεια
ἥ1) стряхивание бремени, облегчение(σ. καὴ εἰρήνη Plut.)
См. также в других словарях:
σεῖσ' — σεῖσαι , σείω shake aor imperat mid 2nd sg σεῖσαι , σείω shake aor inf act σεῖσα , σείω shake aor ind act 1st sg (homeric ionic) σεῖσε , σείω shake aor ind act 3rd sg (homeric ionic) σεῖσι , σεῖσις shaking fem voc sg σεῖσι , σής moth masc dat pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά … Dictionary of Greek
σείσιμο — το, Ν η σείση, το σείσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + κατάλ. ιμο (πρβλ. δέσ ιμο). Η λ., στον λόγιο τ. σείσιμον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σεισοκέφαλος — ὁ, Α αυτός που σείει, που κουνά το κεφάλι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + κέφαλος (< κεφαλή)] … Dictionary of Greek
σεισοπυγίδα — η / σεισοπυγίς, ίδος, ΝΜΑ ζωολ. λόγια ελληνική ονομασία τών πτηνών τού γένους motacilla, κν. σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + πυγή «οπίσθια» + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
σεισόλοφος — ον, Α αυτός που σείει το λοφίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + λοφος (< λόφος), πρβλ. γεώ λοφος] … Dictionary of Greek
seismism — ˈ ̷ ̷ˌmizəm noun ( s) Etymology: Greek seismos earthquake + English ism : earthquake phenomena : seismic activity * * * /suyz miz euhm, suys /, n. the natural activity or group of phenomena associated with earthquakes. [1900 05; SEISM + ISM … Useful english dictionary