-
1 σεμιδάλεος
σεμιδά̱λεος, σεμίδαλιςthe finest wheaten flour: fem gen sg (attic epic)
См. также в других словарях:
σεμιδάλεος — σεμιδά̱λεος , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)