-
1 σειρ-αγωγεύς
σειρ-αγωγεύς, ὁ, ein Leitseil, Poll. 1, 216.
-
2 σειραγωγεύς
σειρ-αγωγεύς, ὁ, ein Leitseil -
3 σειρός [2]
σειρός, heiß, hitzig, brennend, bes. von der Sonnen-u. Sommerhitze, sommerlich; dah. ἡ σειρά, sc. ἐσϑής, u. τὸ σειρόν, sc. ἱμάτιον, ein leichtes Sommerkleid, VLL.; Suid. leitet das Wort von σείρ, σειρός, = ἥλιος her; wahrscheinlich verwandt mit ϑέρος, was dorisch σέρος lauten konnte, u. so σείριος = ϑέριος, ϑερινός, wie bei uns Sonne u. Sommer verwandt sind.
См. также в других словарях:
σείρ — σειρός, ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ἥλιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τεχνικός τ. τού Σείριος, επινοημένος από τους γραμματικούς] … Dictionary of Greek
OSIRIS — Iovis fil. ex Niobe Phoronei filia. Argivis imperavit: sed subditis subiratus fratri Aegialeo regnum tradidit, profectus in Aegyptum est, quam legibus egregiis instructam, Rex tenuit. Iûs maritus, quae et Isis dicta, varias artes Aegyptios docuit … Hofmann J. Lexicon universale
SIRIUS — I. SIRIUS Thebanorum in Aegypto Regum, iuxta Eratosthenem, undecimus, dictus quasi γ῾ιὸς κόῤῤης, Silius genae; alias Α᾿βάσκαντος, cui nemo invidet: excepit Anoyphen, regnavit ann. 18. ac successorem habuit Chnubum Gneurum, vide Ioh. Marshamum Can … Hofmann J. Lexicon universale
βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… … Dictionary of Greek
εμφραγμός — ο (AM ἐμφραγμός) έμφραξη, φραγμός (α. «εμφραγμός οχετού» β. «καὶ ἡ μάχη αὐτῶν ἐμφραγμὸς ὠτίων», Σοφ. Σειρ.) … Dictionary of Greek
σπηλάδιον — τὸ, Α μικρή σπηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιον + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. σειρ άδιον). Ο τ. έχει γραφτεί σπηλάδιον (αντί τού αναμενόμενου σπηλᾴδιον) αναλογικά προς τα υποκορ. σε άδιον] … Dictionary of Greek
Φιτζέραλντ, Φράνσις Σκοτ — (Fitzerald, Σεντ Πολ, Μινεζότα 1896 – Χόλιγουντ 1940). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος ενός κτηματία των Νότιων Πολιτειών και μιας πλούσιας καθολικής Ιρλανδής, γράφτηκε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου υπήρχε ένας περίφημος φοιτητικός… … Dictionary of Greek
tu̯ei-2, extended tu̯ei-s- — tu̯ei 2, extended tu̯ei s English meaning: to excite, shake, move around; to shimmer Deutsche Übersetzung: “erregen, hin and her bewegen, schũtteln, erschũttern, also seelisch” Grammatical information: (s present; to es stem… … Proto-Indo-European etymological dictionary