-
1 Augustus
Σεβαστός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Augustus
-
2 muhterem
σεβαστός, αξιότιμος, άξιοσεβαστός -
3 muteber
σεβαστός, φερέγγυος -
4 riayetkar
σεβαστός, διακριτικός -
5 уважаемый
уважаемый σεβαστός, αξιότιμος* \уважаемыйые товарищи! αξιότιμοι σύντροφοι! \уважаемый коллега! αγαπητέ συνάδελφε!* * *σεβαστός, αξιότιμοςуважа́емые това́рищи! — αξιότιμοι σύντροφοι!
уважа́емый колле́га! — αγαπητέ συνάδελφε!
-
6 респектабельный
επ., βρ: -лен, -льна, -оσεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, σεβαστός. -
7 многоуважаемый
многоуважаемыйприл ἀξιότιμος, σεβαστός. -
8 почтенный
почтенныйприл ἀξιοσέβαστος, ἀξιότιμος, σεβάσμιος, σεβαστός. -
9 уважаемый
уваж||а́емыйприл σεβαστός, ἀξιότιμος:\уважаемый това́рищ! ἀξιότιμε σύντροφε!· всеми \уважаемый человек ἄνθρωπος πού τόν σέβονται ὀλοι. -
10 generous
['‹enərəs]1) (willing to give a lot of money, time etc for some purpose: a generous giver; It is very generous of you to pay for our holiday.) γενναιόδωρος2) (large; larger than necessary: a generous sum of money; a generous piece of cake.) μεγάλος, σεβαστός3) (kind, willing to forgive: Try to be generous and forgive; a person's generous nature/remarks.) μεγαλόψυχος•- generosity -
11 tidy
1. adjective1) ((negative untidy) in good order; neat: a tidy room/person; Her hair never looks tidy.) τακτικός, περιποιημένος, συγυρισμένος2) (fairly big: a tidy sum of money.) μεγαλούτσικος, σεβαστός2. verb((sometimes with up, away etc) to put in good order; to make neat: He tidied (away) his papers; She was tidying the room (up) when her mother arrived.) τακτοποιώ, συγυρίζω- tidily- tidiness -
12 уважаемый
[ουβαζάιμυϊ] εκ. σεβαστός, αξιότιμος -
13 уважаемый
[ουβαζάιμυϊ] επ σεβαστός, αξιότιμος -
14 августейший
επ.παλ. Αύγουστος, σεβαστός (τίτλος). -
15 достойный
επ., βρ: -бин, -бина, -бино.1. άξιος (καλού ή κακού)•достойный похвалы αξιέπαινος, επαινέσιμος•
достойный наказания άξιος τιμωρίας•
уважения αξιοσέβαστος•
достойный осуждения αξιοκατάκριτος.
2. δίκαιος, πρέπων, αρμόζων•-ая кара δίκαια τιμωρία.
3. ταιριασμένος, ταιριαστός, ευάρμοστος, προσήκων, αρμόζων.4. παλ. αξιοπρεπής, έντιμος, σεβαστός. -
16 почтенный
επ., βρ: -чтенен, -чтнна, -о.1. επ. κ. ουσ. βλ. почтный.2. μτφ. σημαντικός, σεβαστός (για μέγεθος κ.τ.τ.). -
17 почтительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно. σεβάσμιος, σεβαστός• σεπτός. || μτφ. σημαντικός•-ое количество σεβαστό ποσό.
-
18 сакраментальный
επ.1. βλ. ритуальный.2. τιμητικός, σεβαστός, σεβάσμιος• ιερός. -
19 солидный
επ.-ден, -дна, -дно.1. στέρεος, γερός, ακλόνητος• πάγιος• σταθερός.2. σοβαρός, σπουδαίος• εμβριθής. || σημαντικός, σημαίνων.3. εύρωστος, ρωμαλέος• στιβαρός.4. μεσήλικος, μεσόκοπος•человек -ого возраста μεσόκοπος άντρας•
солидный возраст η μέση ηλικία.
5. σημαντικός, υπολογίσιμος• σεβαστός•-ая сумма денег σεβαστό ποσό χρημάτων.
-
20 уважаемый
επ. από μτχ.αξιότιμος• σεβαστός•уважаемый господин! αξιότιμε κύριε!
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σεβαστός — venerable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek
σεβαστός — ή, ό 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος: Σεβαστό πρόσωπο. – Οι απόψεις σου είναι σεβαστές. 2. μτφ., πολύς, μεγάλος: Σεβαστό ποσό. 3. «σεβαστή ηλικία», προχωρημένη ηλικία, γεράματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυμινήτης, Σεβαστός — (Κύμινα Τραπεζούντας 1625; – Βουκουρέστι 1702). Δάσκαλος και συγγραφέας. Υπήρξε μαθητής του Θεόφιλου Κορυδαλλέα και του Ιωάννη Καρυοφύλλη. Σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο δραστήριους δασκάλους και πολυγραφότερους λογίους της εποχής του.… … Dictionary of Greek
σεβαστά — σεβαστός venerable neut nom/voc/acc pl σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc/acc dual σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστῶν — σεβαστός venerable fem gen pl σεβαστός venerable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστόν — σεβαστός venerable masc acc sg σεβαστός venerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασταῖς — σεβαστός venerable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασταί — σεβαστός venerable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστοῖς — σεβαστός venerable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστοί — σεβαστός venerable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)