-
1 сардина
зоол. η σαρδέλλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сардина
-
2 сардина
сардина, сардинкаж ἡ σαρδέλλα, ἡ σαρδίνη, ἡ σάρδη. -
3 сардинка
сардина, сардинкаж ἡ σαρδέλλα, ἡ σαρδίνη, ἡ σάρδη. -
4 сельдь
сельд||ьж ἡ ρέγγα> ἡ σαρδέλλα· ◊ как \сельдьи в бо́чке разг σᾶν σαρδέλλες στό βαρέλι, στριμωγμένοι. -
5 рак
рак 1-а α.αστακός•речной рак αστακός ο ποτάμιος (καραβίδα),
εκφρ.знать где -и зимуют – πρέπει να ξέρεις όλες τις τρύπες (να είσαι κάλτσα του διαβόλου)•показать, где -и зимуют – (απειλή)• θα σου δείξω εγώ πόσ απίδια παίρνει ο σάκκος•стоять (ползти) -ом – στέκομαι (έρπω) στα τέσσερα•когда свистнет – όταν λαλήσει η σαρδέλλα ή όταν ασπρίσει ο κόρακας (ποτέ)•красный как рак – κόκκινος σαν την παπαρούνα.рак 2-а α.καρκίνος (ασθένεια).рак 3-а α.καρκίνος (αστερισμός).
См. также в других словарях:
sardea — SARDÉA, sardele, s.f. Numele mai multor specii de peşti de mare din grupul scrumbiilor, care se consumă proaspeţi sau conservaţi. ♢ loc. adv. Ca sardelele = unul lângă altul, foarte înghesuiţi. – Din ngr. sardhélla, it. sardella. Trimis de… … Dicționar Român