-
21 тухнуть
I.(портиться, загнивать) σαπίζω, χαλνώ/χαλώ.II.(гаснуть) σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тухнуть
-
22 гиить
гиитьнесов прям., перен σαπίζω, σήπομαι / ἀποσυντίθεμαι (разлагаться)/ λιμνάζω (о воде). -
23 загнивать
загниватьнесов, загнить сов σαπίζω, σήπομαι. -
24 истлевать
истлеватьнесов, истлеть сов λυώνω, σαπίζω, σήπομαι (сгнивать)/ καίομαι, ἀποτεφρώνομαι (сгорать). -
25 полусмерть
полусмерт||ьж:избить до \полусмертьи σαπίζω στό ξύλο· испугаться до \полусмерть-и μέ πιάνει φόβος καί τρόμος. -
26 портить
портитьнесов χαλ(ν)ῶ (μετ.), φθείρω, καταστρέφω / διαφθείρω, διαστρέφω (нравственно):\портить желу́док χαλ(ν)ῶ τό στομάχι μου· \портить аппетит χαλώ τήν ὅρεξη· \портить настроение кому-л. χαλ(ν)ῶ τό κέφι κάποιου· \портить себе кровь συγχίζομαι, χαλώ τό αίμα μου· \портить отношения χαλῶ τίς σχέσεις· э́то мне портит нервы αὐτό μοῦ χτυπάει στά νεῦρα \портиться χαλῶ (άμβτ.), Φθείρομαι / καταστρέφομαι (о зубах)/ σαπίζω, μουχλιάζω (об овощах):не \портиться °т жары, сырости ἀντέχει στήν ζέστη, στήν ὑγρασία[ν]. -
27 преть
претьнесов1. (гнить) σαπίζω, σήπο-μαν2. (вариться) σιγοβράζω, σιγοψήνο-μαι. -
28 разлагаться
разлагать||ся1. (на составные части) ἀποσυν-θέτομαι/ παθαίνω ἀποσύνθεση, διαλύομαι (распадаться)·2. (загнивать) σαπίζω·3. перен (морально) ἀποσυντίθεμαι. -
29 тлеть
тлетьнесов1. (гнить) ἀποσυντίθεμαι, σαπίζω, ἀλλοιοϋμαι, σήπομαν2. (гореть без пламени) κουφοκαίω. -
30 тухнуть
ту́хнуть Iнесов (гаснуть) σβήνω.тухнуть IIнесов (портиться) σαπίζω, σήπομαι, χαλ(ν)ώ. -
31 decay
-
32 go off
1) ((of a bomb etc) to explode: The little boy was injured when the firework went off in his hand.) εκρήγνυμαι, σκάω2) ((of an alarm) to ring: When the alarm went off the thieves ran away.) αρχίζω να χτυπώ3) (to leave: He went off yesterday.) φεύγω4) (to begin to dislike: I've gone off cigarettes.) χάνω το ενδιαφέρον μου για5) (to become rotten: That meat has gone off.) σαπίζω6) (to stop working: The fan has gone off.) χαλώ -
33 putrefy
(to make or go bad or rotten: The meat putrefied in the heat.) χαλώ,σαπίζω -
34 rot
[rot] 1. past tense, past participle - rotted; verb(to make or become bad or decayed: The fruit is rotting on the ground; Water rots wood.) σαπίζω2. noun1) (decay: The floorboards are affected by rot.) σαπίλα, σήψη2) (nonsense: Don't talk rot!) αηδίες, κουταμάρες•- rotten- rottenness
- rotter -
35 гнить
[γκνίτ'] ρ. σαπίζω -
36 загнивать
[ζαγκνιβάτ’] ρ. σαπίζω -
37 прогнивать
[πραγκνιβάτ'] ρ. σαπίζω -
38 тухнуть
[τούχνουτ'] ρ. σαπίζω -
39 гнить
[γκνίτ'] ρ σαπίζω -
40 загнивать
[ζαγκνιβάτ’] ρ σαπίζω
См. также в других словарях:
σαπίζω — σαπίζω, σάπισα, σαπισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαπίζω — Ν 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος 2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία») 3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα 4. φρ. α) «τόν σάπισε στο ξύλο» τόν… … Dictionary of Greek
σαπίζω — σάπισα, σαπισμένος 1. μτβ., προκαλώ σήψη, αποσύνθεση: Η υγρασία σάπισε το ξύλο. 2. αμτβ., γίνομαι σάπιος, παθαίνω αποσύνθεση: Σάπισαν τα φρούτα. – Σάπισε το κρέας. 3. φρ., «Τον σάπισε στο ξύλο», τον έδειρε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαγγραινιάζω — σαπίζω από γάγγραινα … Dictionary of Greek
σέπομαι — σαπίζω: Αν στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πύθω — Α προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ θω / πύ θομαι, με επίθημα θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pū «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος *pu δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα:… … Dictionary of Greek
περισήπομαι — Α σαπίζω από παντού, σαπίζω ολόγυρα, είμαι σάπιος εντελώς («ἐπὴν περισαπῇ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σήπομαι «σαπίζω»] … Dictionary of Greek
σάπισμα — το, Ν [σαπίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαπίζω, η αποσύνθεση οργανικών ουσιών, σήψη 2. μτφ. ηθική διαφθορά … Dictionary of Greek
σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… … Dictionary of Greek
υποσήπω — Α (αμτβ.) αρχίζω να σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σήπω / σήπομαι «σαπίζω»] … Dictionary of Greek
Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… … Dictionary of Greek