-
1 pohybovat
σαλεύω -
2 подвигать
подви́гать Iсое. κουνώ ἐλαφρά, σαλεύω:-\подвигать пальцами κουνώ τά δάκτυλα, σαλεύω τά δάκτυλαподвига́ть IIнесов1. μετακινώ (передвигать) I πλησιάζω (//гг.), φέρνω πιό κοντά, φέρω πλησίον (приближать)·2. (ρα· боту, дело и т. п.) προωθώ. -
3 двигать
-аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.
|| μτφ. προωθώ, μετακινώ•двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.
|| κινώ με•двигать руками κινώ με τα χέρια.
2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•
двигать дело προωθώ την υπόθεση.
4. υποκινώ, παρακινώ•им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•
им двигает страсть κινείται από πάθος•
им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).
5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.εκφρ.еле ή с трудом – κ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.
2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση. -
4 ворочаться
ворочать||сяразг (поворачиваться) γυρίζω (άμετ.), στρέφομαι/ στριφογυρίζω (с боку на бок)/ κινούμαι, σαλεύω, γυρίζω (шевелиться)/ περιστρέφομαι (вращаться). -
5 всколыхнуть
всколыхнутьсов1. ἀναταράζω, σαλεύω, σείω, ἀνακινώ·2. перен βάζω σέ κίνηση, ξεσηκώνω, διεγείρω. -
6 двигать
двигатьнесов1. κουνώ, κινῶ/ βάζω σέ κίνηση (приводить в движение)! μετακινώ (переставлять)! σπρώχνω (подталкивать)·2. (шевелить) σαλεύω, κουνώ·3. перен (содействовать развитию) προωθώ· ◊ им движет чу́вство сострадания ὠθείται (или κινείται) ἀπό αίσθημα οίκτου. -
7 двигаться
двигать||ся1. (передвигаться) κουνιέμαι, μετακινούμαι, βρίσκομαι σέ κίνηση (быть в движении)! πορεύομαι, κατευθύνομαι (направляться):\двигатьсяся вперед προχωρώ, προωθοῦμαι·2. (шевелиться) σαλεύω, κουνιέμαι:не двигайся! μήν κουνηθεΐς!·3. (по службе) προοδεύω, ἐπιτυγχάνω, προκόβω. -
8 кишеть
кишетьнесов1. (копошиться) σαλεύω, κινούμαι·2. (изобиловать) γέμω, βρίθω:у́лицы киша́т народом ὁ£ δρόμοι βρίθουν ἀπό τό πλήθος. -
9 перебирать
перебиратьнесов1. (сортировать) ταξινομῶ, τακτοποιώ, ξεχωρίζω·2. (касаться пальцами):\перебирать стру́ны δοκιμάζω τίς χορδές, παίζω τίς χορδές· \перебирать четки παίζω τό κομπολό(γ)ι· 3.:\перебирать ногами (о лошади) κουνώ (или σαλεύω) τά πόδια·4. полигр. ξαναστοιχειοθετώ· ◊ \перебирать в памяти ξαναφέρνω στή[ν] μνήμη μου, ψάχνω νά θυμηθώ. -
10 пошевеливаться
пошевелива||тьсянесов κινούμαι, κουνιέμαι, σαλεύω:\пошевеливатьсяйся!. -
11 шевелить
шевел||и́тьнесов прям., перен κουνώ, σαλεύω (μ-τ.), σείω:ветер \шевелитьит ли́стья ὁ ἀέρας κουνάει τά φύλλα· \шевелить угли (в печке) σκαλίζω τήν φωτιά· \шевелить губами κουνώ τά χείλια· \шевелить сено ἀνασκαλεύω τόν σανό· \шевелить старые воспоминания ἀνακινώ παληές ἀναμνήσεις· ◊ \шевелить мозгами βάζω τό μυαλό μου νά δουλέψει. -
12 шевелиться
шевел||иться1. κουνιέμαι, σαλεύω (άμβτ), σείομαι:не \шевелитьсяйсь! μή κινείσαι!·2. перен κουνιέμαι. -
13 шелохиуться
шелохи||утьсясов σαλεύω (άμετ), κουνιέμαι:ни один лист не \шелохиутьсяется φύλλο δέν κουνιέται· стоить не \шелохиутьсяу́вшись στέκομαι ἀκίνητος. -
14 stir
[stə:] 1. past tense, past participle - stirred; verb1) (to cause (a liquid etc) to be mixed especially by the constant circular movement of a spoon etc, in order to mix it: He put sugar and milk into his tea and stirred it; She stirred the sugar into the mixture.) ανακατεύω2) (to move, either slightly or vigorously: The breeze stirred her hair; He stirred in his sleep; Come on - stir yourselves!) ανακατώνω/κουνώ,κουνιέμαι,σαλεύω3) (to arouse or touch (a person or his feelings): He was stirred by her story.) ξεσηκώνω2. noun(a fuss or disturbance: The news caused a stir.) ταραχή,σάλος- stirring- stir-fry
- stir up -
15 качать
ρ.δ.1. κουνώ, αιωρώ•качать ногой κουνώ το πόδι.
|| σείω, ταλαντεύω• σαλεύω. || λικνίζω.2. αντλώ, βγάζω με αντλία.κουνιέμαι, αιωρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
16 колыхать
-ышу, -ышешь κ. (σπάνια)•-хаю, -хаешь, προστκ. колыхай, επιρ. μτχ. колыша κ. -хая
ρ.δ. μ.κουνώ, σαλεύω, ταράσσω, ταλαντεύω• ανεμίζω•ветер -шет листья ο άνεμος κουνά τα φύλλα•
вода -шет лодку το νερό κουνά τη βάρκα•
ветер -шет знамёна ο άνεμος κυματίζει τις σημαίες.
κουνιέμαι, ταλαντεύομαι• ανεμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
17 расколыхать
-лышу, -лышешь κ. (σπάνια) -аю, -аешьρ.σ.μ.1. βλ. колыхать.2. μτφ. ταράσσω, διεγείρω, κινώ.1. ταράσσομαι, κινούμαι• σαλεύω• φουρτουνιάζω•море -шется η θάλασσα αρχίζει να φουρτουνιάζει.
2. αναταράσσομαι• ανακατεύομαι• κινούμαι κυματοειδώς•массы -лись οι μάζες αναταράχτηκαν.
-
18 расшевелить
-велю, -вели ь, παθ. μτχ. πο:ρλθ. χρ. расшевеленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.1. ανακινώ• ανασκαλεύω•расшевелить углы в печке ανασκαλεύω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.
|| βάζω (θέτω) σε κίνηση• διεγείρω, ξυπνώ.2. μτφ. δραστηριοποιώ, παρακινώ, προτρέπω.1. κουνιέμαι, σαλεύω.2. ζωηρεύω, δραστηριοποιούμαι. -
19 хлябать
-аетρ.δ. (απλ.)• κουνιέμαι, σαλεύω, ταλαντεύομαι•подкова на ноге лошади -ает το πέταλο στο πόδι του αλόγου κουνιέται•
гайка -ает το παξιμάδι κουνιέται.
-
20 шевелить
-велю, -велишьρ.δ.1. μ. κινώ, κουνώ, σαλεύω, σείω•ветер -ит сучья деревьев ο άνεμος κουνά τα κλαδιά των δέντρων.
|| ανακατώνω, αναστρέφω, αναποδογυρίζω, ανασκαλίζω•шевелить соко αναστρέφω το χόρτο (για να ξεραθεί)•
шевелить угли в печке ανασκαλίζω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.
2. μτφ. ανακινώ, αναδεύω• διεγείρω• κινώ, βάζω σε κίνηση•старые воспоминания ανακινώ παλαιές αναμνήσεις•
он такой вялый; надо его шевелить είναι τόσο νωθρός, που πρέπει συχνά να τον τσινάς.
3. θροώ, θροϊζω.1. κινούμαι, κουνιέμαι•листья -лятся от ветра τα φύλλα κουνιούνται από τον άνεμο•
в строю шевелить нельзя στη σύνταξη δεν επιτρέπεται η κίνηση•
он ещё не умер, -ится αυτός ακόμα δεν πέθανε, κουνιέται.
2. μτφ. αναδεύομαι, ανακινούμαι, διεγείρομαι. || ταράσσομαι, αρχίζω να αντιδρώ.3. (προστκ.)ись-йтесь (παρότρυνση για δράση) κουνήσου, κουνηθείτε.εκφρ.- ятся деньги – παλ. υπάρχουν χρήματα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σαλεύω — σαλεύω, σάλεψα, σαλεμένος βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: σαλεύω : η μτχ. σαλεμένος αντιστοιχεί κυρίως στη σημασία → μου σάλεψε (τρελάθηκα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαλεύω — cause to rock pres subj act 1st sg σαλεύω cause to rock pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… … Dictionary of Greek
σαλεύω — σάλεψα, σαλεύτηκα, σαλεμένος 1. μτβ., κινώ, σείω: Τα κύματα σαλεύουν το σκάφος. 2. αμτβ., μετατοπίζομαι, μετακινούμαι: Δε σάλεψε από τη θέση του. 3. κουνιέμαι, σείομαι: Δε σαλεύει φυλλαράκι. – Δε σάλεψαν τα χείλη της. 4. μτφ., κλονίζομαι, παθαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαλεύεσθε — σαλεύω cause to rock pres imperat mp 2nd pl σαλεύω cause to rock pres ind mp 2nd pl σαλεύω cause to rock imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλεύῃ — σαλεύω cause to rock pres subj mp 2nd sg σαλεύω cause to rock pres ind mp 2nd sg σαλεύω cause to rock pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσαλευμένα — σαλεύω cause to rock perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσαλευμένᾱ , σαλεύω cause to rock perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσαλευμένᾱ , σαλεύω cause to rock perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευθέντα — σαλεύω cause to rock aor part pass neut nom/voc/acc pl σαλεύω cause to rock aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευομένων — σαλεύω cause to rock pres part mp fem gen pl σαλεύω cause to rock pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευσάντων — σαλεύω cause to rock aor part act masc/neut gen pl σαλεύω cause to rock aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευόμεθα — σαλεύω cause to rock pres ind mp 1st pl σαλεύω cause to rock imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)