-
1 traîner
σέρνω -
2 ploužit
σέρνω -
3 vláčet
σέρνω -
4 vléci
σέρνω -
5 drag
σέρνω -
6 sürümek
σέρνω, σύρω -
7 тянуть
тян||у́тьнесов1. τραβώ/ ἀπλώνω, τοποθετώ (прокладывать):\тянуть кого́-л. за руку τραβώ ἀπό τό χέρι· \тянуть кабель τοποθετώ καλώδιο·2. (вести за собой силой) ἔλκω/ ρυμουλκώ (на буксире):пароход тянет баржу τό ἀτμόπλοιο ρυμουλκεί τήν μαούνα·3. (протягивать) τείνω, τεντώνω:\тянуть ру́ку к звонку́ ἀπλώνω τό χέρι μου στό κουδούνι· \тянуть шею τεντώνω τό λαιμό·4. (медленно произносить) σέρνω:\тянуть слова́ σέρνω τά λόγια·5. (медлить) παρατραβώ κάτι:\тянуть дело παρατραβώ τήν ὑπόθεση· \тянуть время χρονοτριβώ·6. (звать) разг τραβώ:его́ никто си́лой не тянет κανείς δέν τόν τραβἄ μέ τό ζόρι·7. (влечь):меня (его) тянет μέ (τόν) τραβᾶ κάτι, ἐπιθυμώ κάτι· меня́ тянет за город ἐπεθύμησα νά πάω ἐξοχή· его тя́нет ко сну́ θέλει νά κοιμηθεί·8. (весить) ζυγίζω·9. (выделывать\тянуть о проволоке) συρματοποιώ·10. перен (вымогать \тянуть о деньгах и т. п.) παίρνω, τσιμπώ:\тянуть все жилы из кого-л. ξεζουμίζω κάποιον11. (о трубе, дымоходе) τραβώ·12. (вбирать, всасывать) είσπνέω, ρουφώ:\тянуть через соломинку ρουφώ μέ καλαμάκι·13. безл (о струе воздуха, о запахе):тя́нет холодом от окна́ μπάζει κρύο ἀπ' τό παράθυρο· тянет сыростью ἔρχεται ὑγρασία· ◊ \тянуть жребий τραβώ κλήρο· \тянуть карту из коло́ды τραβῶ χαρτί· \тянуть за душу кого́-л., \тянуть ду́шу из кого́-л. βγάζω τήν ψυχή κάποιου· \тянуть за язык τραβώ ἀπ· τή γλώσσα, ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· его́ за язык никто не тянет κανείς δέν τόν ὑποχρεώνει νά μιλήσει· е́ле но́ги \тянуть μόλις σέρνω τά πόδια του· \тянуть все ту же песню ἐπαναλαμβάνω τά ἰδια καί τά ἰδια· \тянуть на поводу́ σέρνω ἀπό πίσω μου· \тянуть слабого ученика́ βοηθώ τόν καθυστεροῦντα μαθητή· тянет в плечах (об одежде) σφίγγει στίς πλατες. -
8 водить
водитьнесов1. ὁδηγώ, ἄγω, φέρω:\водить слепого ὀδηγώ (или. συνοδεύω) τόν τυφλό· \водить детей гулять συνοδεύω τά παιδιά στον περίπατο, πηγαίνω τά παιδιά περίπατο·2. (управлять поездом, трамваем и т. п.) ὀδηγώ:\водить машину ὀδηγώ αὐτοκίνητο·3. (по поверхности) σύρω, σέρνω:\водить смычком σέρνω τό δοξάρι, τραβώ δοξαριά· ◊ \водить глазами περιφέρω τό βλέμμα μου· \водить за нос разг σέρνω (τραβώ) ἀπό τή μύτη· \водить дружбу ἔχω φιλία. -
9 влачить
-чу, -чишь, ρ.δ.μ.1. (παλ. γραπ. λόγος) σέρνω, σύρω, τραβώ•влачить цепь страданий τραβώ (υποφέρω) το ένα μετά το άλλο τα βάσανα•
влачить оковы σέρνω τα δεσμά•
влачить груз сомнений σέρνω (κουβαλώ) το βάρος των αμφιβολιών.
2. ζω, διαβιώ•влачить жалкое существование περνώ άθλια (ελεεινή) ζωή.
σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι. || πηγαίνω. || περνώ, παρέρχομαι•часы -атся οι ώρες περνούν.
-
10 тащить
тащить 1) σέρνω (тянуть )9 βγάζω (вытаскивать ) 2) (нести ) κουβαλώ* * *1) σέρνω ( тянуть); βγάζω ( вытаскивать)2) ( нести) κουβαλώ -
11 тянуть
тянуть 1) σέρνω, τραβώ 2) (медлить) παρατραβώ* \тянуть время χρονοτριβώ \тянуться 1) απλώνομαι 2) (простираться ) εκτείνομαι 3) (длиться ) διαρκώ* * *1) σέρνω, τραβώ2) ( медлить) παρατραβώтяну́ть вре́мя — χρονοτριβώ
-
12 хоровод
-
13 валять
валятьнесов1. κυλῶ, σέρνω, τσουλῶ:\валять в муке πασαλείβω μέ ἀλεύρι; \валять по полу σέρνω χάμου, τσουλώ στό πάτωμα;2. (валенки и т. ἡ.) γναφεύω, γνάφω; ◊ \валять дурака κάνω σαχλαμάρες, κάνω τόν βλάκα. -
14 волочить
волочитьнесов1. (тащить) σέρνω, τραβώ, σβαρνίζω:еле \волочить ио́ги μόλις σέρνω τά πόδια μου·2. тех. (о проволоке) συρματοποιώ. -
15 шлепать
шлеп||атьнесов1. (кого-л.) μπατσίζω, δέρνω, χτυπώ·2. (чеи-л.) σέρνω/ τσαλαβουτώ, πλατσουλίζω (по воде):\шлепать туфлями σέρνω τίς παντόφλες μου· \шлепать по грязи τσαλαβουτώ. -
16 trail
[treil] 1. verb1) (to drag, or be dragged, along loosely: Garments were trailing from the suitcase.) σέρνω / -ομαι2) (to walk slowly and usually wearily: He trailed down the road.) σέρνω τα βήματά μου3) (to follow the track of: The herd of reindeer was being trailed by a pack of wolves.) ακολουθώ τα ίχνη2. noun1) (a track (of an animal): The trail was easy for the hunters to follow.) ίχνη2) (a path through a forest or other wild area: a mountain trail.) μονοπάτι3) (a line, or series of marks, left by something as it passes: There was a trail of blood across the floor.) γραμμή, αποτύπωμα•- trailer -
17 вволочь
-локу, -лочешь, -локут, παρλθ. χρ. вволок, -ла, -ло, ρ.σ.μ.(απλ.) σέρνω.! σύρω, τραβώ μέσα•вволочь бревна в сарай σέρνω τα κούτσουρα μέσα στην ξυλαποθήκη.
-
18 волочить
-очу, -очишь, ρ.δ.μ.1. σέρνω, σύρω, τραβώ•волочить мешок σέρνω το σακκί.
2. (τεχ.) διελκύω•волочить проволоку διελκύω σύρμα (συρματοποιώ).
εκφρ.еле ή едва -ит – μόλις μπορεί και σέρνει τα πόδια.1. σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι•ее длинное платье по полу -ится το μακρύ της φόρεμα σέρνεται στο πάτωμα.
|| βαδίζω με δυσκολία, σέρνομαι.2. ερωτοτροπω, φλερτάρω, τραβιέμαι. -
19 встащить
-щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встащенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.σέρνω, σύρω, τραβώ προς τα άνω•встащить мешок на лестницу σέρνω το σακκί πάνω στη σκάλα.
ανεβαίνω, ανέρχομαι με δυσκολία•он еле -лся на гору αυτός με μεγάλη δυσκολία μπόρεσε ν’ ανεβεί στο βουνό.
-
20 вытащить
-щу, -щишь ρ.σ.μ.1. βγάζω έξω, εξάγω• σέρνω, τραβώ προς τα έξω•вытащить мешок со склада σέρνω το τσουβάλι έξω από την αποθήκη.
2. εκβάλλω, εκδιώκω•-ли пьяного из пивной έβγαλαν έξω το μεθυσμένο από τη μπυραρία.
3. αφαιρώ, αποσπώ•-гвоздь βγάζω το καρφί•
вытащить зуб βγάζω το δόντι•
вытащить занозу βγάζω την αγκίδα.
4. κλέβω, υπεξαιρώ•часы -ли у меня в автобусе μου ‘κλεψαν το ρολόι στο λεωφορείο.
5. μτφ. τρομάζω, δυσκολεύομαι, δυσχεραίνομαι•вытащить мужа в театр τρομάζω να πάρω το σύζυγο στο θέατρο.
6. γλυτώνω, απαλλάσσω•вытащить друга из беды βγάζω το φίλο από τη δυστυχία.
βγαίνω, εξάγομαι•гвоздь -лся το καρφί βγήκε.
См. также в других словарях:
σέρνω — σέρνω, έσυρα βλ. πίν. 204 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σέρνω — Ν 1. βλ. σύρω 2. (ιδιωμ.) (για ζώα) βρίσκομαι σε περίοδο οίστρου … Dictionary of Greek
σέρνω — έσυρα, σύρθηκα, συρμένος 1. έλκω, τραβώ: Τα βόδια σέρνουν το αλέτρι. 2. μετακινώ κάτι συρτά πάνω στο έδαφος: Σέρνει τα πόδια του από την κούραση. – Σύρθηκε στο χώμα με την κοιλιά του. 3. μτφ., κακολογώ, εξυβρίζω: Νομίζει πως είναι φίλος του, αλλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
αλογοσέρνω — 1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί 2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε 3. οδηγώ άλογο σε φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σέρνω] … Dictionary of Greek
τραβώ — τράβηξα, τραβήχτηκα, τραβηγμένος 1. έλκω, σέρνω, έλκοντας μετακινώ: Τραβώ την καρέκλα. 2. σέρνω κάποιον χωρίς τη θέλησή του, ταλαιπωρώ: Μετραβάνε τώρα στα δικαστήρια. 3. σέρνω από τη θήκη, χτυπώ, πυροβολώ: Τραβώ το σπαθί. – Του τράβηξε ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσύρω — κ. σέρνω (AM ἀποσύρω) νεοελλ. 1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ 2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω 3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.) απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι αρχ. αποσπώ, απογυμνώνω … Dictionary of Greek
διειρύω — (Α) 1. σέρνω ως απέναντι 2. σέρνω μέσα από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο λ. διειρύω επικ. και ιων. τ. τού διερύω < δι (α) + ερύω «έλκω, σύρω»] … Dictionary of Greek
επερύω — ἐπερύω (Α) 1. σέρνω, τραβώ («θύρην δ ἐπέρυσσε κορώνῃ», Ομ. Οδ.) 2. σέρνω προς τα μένα («ἡ δὲ ἐπειρύσσασα παρειὰς κύσσε ποτισχομένη») 3. τραβώ κάτι επάνω μου για να σκεπαστώ («ἐπειρυσάμενον τὴν λεοντέην κατυπνῶσαι», Ηρόδ.) 4. στήνω, ιδρύω («τύμβον … Dictionary of Greek