-
1 ἔκτοθι
ἔκτοθι, = ἐκτός, draußen, außerhalb; ϑοάων ἔκτοϑι νηῶν Il. 15, 391. 22, 493; Ap. Rh. oft, der es auch absolut braucht, 3, 255; σέο δ' ἔκτοϑι μῆνις ὄρωρεν, ohne dich, 1, 1291.
-
2 ἔκτοθι
ἔκτοθι, draußen, außerhalb; σέο δ' ἔκτοϑι μῆνις ὄρωρεν, ohne dich