Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σάρξ+el

  • 1 плоть

    плот||ь
    ж в разн. знач. ἡ σάρκα, ἡ σαρξ· ◊ \плоть от \плотьи σαρξ ἐκ τής σαρκός, σάρκα ἀπό τή σάρκα, γέννημα καί θρέμμα· облекать в \плоть и кровь ἐνσαρκώνω, ἐνσωματώνω· войти в \плоть и кровь μπαίνω μέσα στό αίμα

    Русско-новогреческий словарь > плоть

  • 2 кровь

    кров||ь
    ж τό αίμα:
    артериальная (венозная) \кровь τό ἀρτηριακό (τό φλεβικό) αίμα· прилив \кровьи ἡ ὑπεραιμία· переливание \кровьи ἡ μετάγγιση αίματος· заражение \кровьи ἡ μόλυνση τοῦ αίματος, ἡ σηψαιμία· пускать \кровь ἀφαιμάσσω, κάνω ἀφαίμαξη· быть в \кровьй εἶμαι αἰμόφυρτος, εἶμαι κατα-ματωμένος· ◊ у́зы \кровьи οἱ δεσμοί αἰμα-τ°ς. ἡ ἐξ αίματος συγγένεια· \кровь за \кровь παίρνω τό αίμα πίσω· проливать \кровь за Родину χύνω τό αίμα μου ὑπέρ τής Πατρίδος· избить до \кровьи τσακίζω στό ξύλο разбить в \кровь καταματώνω, αίματώνω· это моя плоть и \кровь εἶναι ἡ σαρξ ἐκ τής σαρκός μου· до последней капли \кровьи μέΧΡί τελευταίας ρανίδος τοῦ αίματος· £то у него в \кровьй (унаследовано) τό ἐχει ото αἰμα του· \кровь стынет в жилах παγώνει τό αίμα στίς φλέβες· \кровь с молоком ροδοκόκκινος· \кровь бросилась ему в лицо́ Εγινε κατακόκκινος, τό αίμα τοῦ ἀνέβηκε στό πρόσωπο· сердце \кровьью обливается ματώνει ἡ κάρδιά μου· портить себе \кровь разг χαλώ τήν ζαχαρένια μου.

    Русско-новогреческий словарь > кровь

  • 3 тело

    тел||о
    с в разн. знач. τό σώμα/ ἡ σάρκα, ἡ σαρξ (плоть)/ ὁ νεκρός, τό λείψανο (останки):
    твердые \телоа фиэ. τά στερεά σώματα· инородное \тело τό ἐτερογενές σώμα· обнаженное \тело τό γυμνό σώμα· дрожать всем \телоом τρέμω ὁλόκληρος· вынос \телоа состоится... ἡ ἐκφορά τοῦ νεκροῦ θά γίνει...· ◊ быть в \телое εἶμαι παχύς· быть преданным душой и \телоом кому́-л. εἶμαι ἀφοσιωμένος σέ κάποιον ψυχή τε καί σώματι· держать кого́-л. в черном \телое κάνω τή ζωή μαύρη σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > тело

  • 4 Carrion

    subs.
    Dead body: P. and V. νεκρός, ὁ, Ar. and V. νέκυς, ὁ.
    Flesh: P. and V. σάρξ, ἡ.
    Meat: P. and V. κρέας, τό.
    He shall become carrion for the sea birds: V. ὄρνισι φορβὴ παραλίοις γενήσεται (Soph., Aj. 1065); in same sense use V. ἕλωρ, τό, ἕλκημα, τό; see Prey.
    ——————
    adj.
    Eating raw flesh: V. ὠμηστής, ὠμόσιτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Carrion

  • 5 Flesh

    subs.
    P. and V. σάρξ, ἡ (often in pl.), Ar. and V. χρώς, ὁ (rare P.); see Skin.
    Meat: P. and V. κρέας, τό.
    Body ( as opposed to soul): P. and V. σῶμα, τό.
    Tear flesh, v.: Ar. σαρκάζειν (absol.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Flesh

См. также в других словарях:

  • σάρξ — flesh fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρξ — αρκός, ἡ, ΝΜΑ βλ. σάρκα …   Dictionary of Greek

  • σαρκί — σάρξ flesh fem dat sg σαρκίς meat fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκῶν — σάρξ flesh fem gen pl σαρκάω pres part act masc voc sg σαρκάω pres part act neut nom/voc/acc sg σαρκάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σαρκάω pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) σαρκάζω tear fiesh like dogs fut part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκός — σάρξ flesh fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρξί — σάρξ flesh fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρξίν — σάρξ flesh fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκα — σάρξ flesh fem acc sg σάρκᾱ , σαρκάω pres imperat act 2nd sg σάρκᾱ , σαρκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκας — σάρξ flesh fem acc pl σάρκᾱς , σαρκάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκες — σάρξ flesh fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκεσι — σάρξ flesh fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»