-
1 плоть
плот||ьж в разн. знач. ἡ σάρκα, ἡ σαρξ· ◊ \плоть от \плотьи σαρξ ἐκ τής σαρκός, σάρκα ἀπό τή σάρκα, γέννημα καί θρέμμα· облекать в \плоть и кровь ἐνσαρκώνω, ἐνσωματώνω· войти в \плоть и кровь μπαίνω μέσα στό αίμα -
2 кровь
кров||ьж τό αίμα:артериальная (венозная) \кровь τό ἀρτηριακό (τό φλεβικό) αίμα· прилив \кровьи ἡ ὑπεραιμία· переливание \кровьи ἡ μετάγγιση αίματος· заражение \кровьи ἡ μόλυνση τοῦ αίματος, ἡ σηψαιμία· пускать \кровь ἀφαιμάσσω, κάνω ἀφαίμαξη· быть в \кровьй εἶμαι αἰμόφυρτος, εἶμαι κατα-ματωμένος· ◊ у́зы \кровьи οἱ δεσμοί αἰμα-τ°ς. ἡ ἐξ αίματος συγγένεια· \кровь за \кровь παίρνω τό αίμα πίσω· проливать \кровь за Родину χύνω τό αίμα μου ὑπέρ τής Πατρίδος· избить до \кровьи τσακίζω στό ξύλο разбить в \кровь καταματώνω, αίματώνω· это моя плоть и \кровь εἶναι ἡ σαρξ ἐκ τής σαρκός μου· до последней капли \кровьи μέΧΡί τελευταίας ρανίδος τοῦ αίματος· £то у него в \кровьй (унаследовано) τό ἐχει ото αἰμα του· \кровь стынет в жилах παγώνει τό αίμα στίς φλέβες· \кровь с молоком ροδοκόκκινος· \кровь бросилась ему в лицо́ Εγινε κατακόκκινος, τό αίμα τοῦ ἀνέβηκε στό πρόσωπο· сердце \кровьью обливается ματώνει ἡ κάρδιά μου· портить себе \кровь разг χαλώ τήν ζαχαρένια μου. -
3 тело
тел||ос в разн. знач. τό σώμα/ ἡ σάρκα, ἡ σαρξ (плоть)/ ὁ νεκρός, τό λείψανο (останки):твердые \телоа фиэ. τά στερεά σώματα· инородное \тело τό ἐτερογενές σώμα· обнаженное \тело τό γυμνό σώμα· дрожать всем \телоом τρέμω ὁλόκληρος· вынос \телоа состоится... ἡ ἐκφορά τοῦ νεκροῦ θά γίνει...· ◊ быть в \телое εἶμαι παχύς· быть преданным душой и \телоом кому́-л. εἶμαι ἀφοσιωμένος σέ κάποιον ψυχή τε καί σώματι· держать кого́-л. в черном \телое κάνω τή ζωή μαύρη σέ κάποιον. -
4 Carrion
subs.Flesh: P. and V. σάρξ, ἡ.Meat: P. and V. κρέας, τό.He shall become carrion for the sea birds: V. ὄρνισι φορβὴ παραλίοις γενήσεται (Soph., Aj. 1065); in same sense use V. ἕλωρ, τό, ἕλκημα, τό; see Prey.——————adj.Eating raw flesh: V. ὠμηστής, ὠμόσιτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Carrion
-
5 Flesh
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Flesh
См. также в других словарях:
σάρξ — flesh fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρξ — αρκός, ἡ, ΝΜΑ βλ. σάρκα … Dictionary of Greek
σαρκί — σάρξ flesh fem dat sg σαρκίς meat fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκῶν — σάρξ flesh fem gen pl σαρκάω pres part act masc voc sg σαρκάω pres part act neut nom/voc/acc sg σαρκάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σαρκάω pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) σαρκάζω tear fiesh like dogs fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκός — σάρξ flesh fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρξί — σάρξ flesh fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρξίν — σάρξ flesh fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκα — σάρξ flesh fem acc sg σάρκᾱ , σαρκάω pres imperat act 2nd sg σάρκᾱ , σαρκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκας — σάρξ flesh fem acc pl σάρκᾱς , σαρκάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκες — σάρξ flesh fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκεσι — σάρξ flesh fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)