Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σάν

  • 121 ἐπεμοίρασαν

    ἐπεμοίρᾱσαν, ἐπί-μοιράω
    share: imperf ind act 3rd pl (attic)
    ἐπεμοίρᾱσαν, ἐπί-μοιράω
    share: aor ind act 3rd pl (attic)
    ἐπεμοίρᾱσαν, ἐπί-μοιράω
    share: aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἐπί-μοιράζω
    aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > ἐπεμοίρασαν

  • 122 επείρασαν

    ἐπείρᾱσαν, πειράω
    attempt: imperf ind act 3rd pl (attic)
    ἐπείρᾱσαν, πειράω
    attempt: aor ind act 3rd pl (attic)
    ἐπείρᾱσαν, πειράω
    attempt: aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
    πειράζω
    make proof: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > επείρασαν

  • 123 ἐπείρασαν

    ἐπείρᾱσαν, πειράω
    attempt: imperf ind act 3rd pl (attic)
    ἐπείρᾱσαν, πειράω
    attempt: aor ind act 3rd pl (attic)
    ἐπείρᾱσαν, πειράω
    attempt: aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
    πειράζω
    make proof: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > ἐπείρασαν

  • 124 επιζήσασαν

    ἐπιζήσᾱσαν, ἐπιζάω
    survive: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)
    ἐπιζήσᾱσαν, ἐπιζάω
    survive: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)
    ἐπιζήσᾱσαν, ἐπιζέω
    boil over: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > επιζήσασαν

  • 125 ἐπιζήσασαν

    ἐπιζήσᾱσαν, ἐπιζάω
    survive: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)
    ἐπιζήσᾱσαν, ἐπιζάω
    survive: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)
    ἐπιζήσᾱσαν, ἐπιζέω
    boil over: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἐπιζήσασαν

  • 126 επισκιάσασαν

    ἐπισκιά̱σᾱσαν, ἐπισκιάω
    aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
    ἐπισκιάσᾱσαν, ἐπισκιάζω
    throw a shade upon: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)
    ἐπισκιάσᾱσαν, ἐπισκιάζω
    throw a shade upon: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > επισκιάσασαν

  • 127 ἐπισκιάσασαν

    ἐπισκιά̱σᾱσαν, ἐπισκιάω
    aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
    ἐπισκιάσᾱσαν, ἐπισκιάζω
    throw a shade upon: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)
    ἐπισκιάσᾱσαν, ἐπισκιάζω
    throw a shade upon: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἐπισκιάσασαν

  • 128 επέρασαν

    ἐπιρραίνω
    sprinkle upon: aor ind act 3rd pl (epic)
    ἐπέρᾱσαν, περάω 1
    drive right through: imperf ind act 3rd pl (attic)
    ἐπέρᾱσαν, περάω 1
    drive right through: aor ind act 3rd pl (attic)
    ἐπέρᾱσαν, περάω 1
    drive right through: aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
    περάω 2
    aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > επέρασαν

См. также в других словарях:

  • σάν — s indeclform (indecl) σά̱ν , σός thy fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαν — (I) και σα Ν (μόριο) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό) 1. (κυρίως με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή χωρίς άρθρο ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, καθώς (α. «φωνάζει σαν βόδι» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» λέγεται σε οικείο ή φίλο με την… …   Dictionary of Greek

  • σαν — 1. τροπικό προθετικό επίρρ. – Πέθανε σαν παλικάρι. – Μου μίλησε σαν φίλος. 2. μου φαίνεται πως: Σαν καλός είναι. – Σαν πολλά λέει. 3. σύνδ. αιτιολ.: Σαν είδε πως δεν μπορεί να κάμει τίποτε, σηκώθηκε και έφυγε. 4. σύνδ. υποθ.: Σαν θέλεις, πήγαινε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάν — (III) τὸ, Α δωρική ονομασία τού γράμματος σίγμα («τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εβραϊκό šīn] …   Dictionary of Greek

  • Σαν Χουάν — (San Juan Bautista de Puerto Rico). Πόλη (820 442 κάτ.), πρωτεύουσα του Πουέρτο Ρίκο. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του μεγάλου αμερικανικού νησιού, κατά ένα μέρος σ’ ένα κοραλλιογενές νησί και κατά ένα μέρος κατά μήκος της ακτής. Η πόλη,… …   Dictionary of Greek

  • Σαν Σαλβαδόρ — (San Salvador). Πόλη 459.902 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ελ Σαλβαδόρ και του ομώνυμου νομού (886 τ. χλμ., 1.266.200 κάτ.)· βρίσκεται επί του ποταμού Ασελουάτε και στους πρόποδες του ηφαίστειου Σαν Σαλβαδόρ (1.950 μ.), στον… …   Dictionary of Greek

  • Σαν Χοσέ — (San Jose). Πόλη (290 570 κάτ.), πρωτεύουσα της Κόστα Ρίκα και της ομώνυμης επαρχίας (4960 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε ύψος 1172 μ. σ’ ένα από τα ευφορότερα υψίπεδα (Μεσέτα Σεντράλ) του Ισθμού του Παναμά, 80 χλμ. από το λιμάνι της, την Πουνταρένας,… …   Dictionary of Greek

  • Σαν Αντόνιο — (San Antonio). Πόλη (935 933 κάτ.) των νότιων ΗΠΑ, στο Τέξας, αριστερά του ομώνυμου ποταμού και στη συμβολή μερικών οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών που συνδέουν τις κεντρικές και νοτιοανατολικές ΗΠΑ με τις μεξικανικές πόλεις Μοντερέυ, Σαν… …   Dictionary of Greek

  • Σαν Ντιέγκο — (San Diego). Πόλη (1.110.549 κάτ.), των δυτικών ΗΠΑ, στην Καλιφόρνια, 25 χλμ. από τα σύνορα με το Μεξικό, στην ανατολική όχθη του ομώνυμου κόλπου. Η πόλη, εξαιτίας του εξαιρετικά ήπιου κλίματος της, είναι μία από τις περιφημότερες της Καλιφόρνιας …   Dictionary of Greek

  • Σαν Ρέμο — (San Remo). Πόλη (περ. 59635 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία Ιμπέρια, το πιο πολυσύχναστο κέντρο χειμερινών διακοπών της Ριβιέρας. Απλώνεται στο κέντρο ενός κολπίσκου που τριγυρίζετε αμφιθεατρικά από λόφους με πυκνή βλάστηση και διακρίνεται σε δύο …   Dictionary of Greek

  • Σαν Σεμπαστιάν — (San Sebastian). Πόλη (περ. 181.794 κάτ.)της Β. Ισπανίας, πρωτεύουσα της βασικής επαρχίας Γκουιπούθκοα. Είναι χτισμένη κοντά στις εκβολές του ποταμού Ουρουμέα στο Βισκαϊκό κόλπο, πάνω σε έναν μικρό κόλπο, στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονται οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»