-
1 kımıldama
σάλεμα, κίνηση, σείσιμο -
2 kımıldanma
σάλεμα, κίνηση, σείσιμο -
3 kımıldayış
σάλεμα, κίνηση, σείσιμο -
4 kıpırdama
σάλεμα, ανασάλεμα, σείσιμο -
5 oynatma
(film) προβολή, (kafayi) σάλεμα, κούνημα
См. также в других словарях:
σάλεμα — το, ατος 1. ελαφρή μετακίνηση, μετατόπιση. 2. κούνημα, κλονισμός: Σάλεμα της γης. 3. πάθηση του νου: Σάλεμα του νου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάλεμα — το, Ν βλ. σάλευμα … Dictionary of Greek
αλαφροσάλεμα — το [αλαφροσαλεύω] ελαφρό σάλεμα, ελαφριά μετακίνηση … Dictionary of Greek
αλλακτός — και χτός, ή, ό (Α ἀλλακτός, ή, όν) [ἀλλάσσω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί 2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή 3. ιδιότροπος, παράξενος 4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές… … Dictionary of Greek
κούνημα — το [κουνώ] 1. λίκνισμα, σάλεμα 2. αιώρηση, ταλάντευση 3. τράνταγμα, κλονισμός 4. νεύμα 5. στον πληθ. τα κουνήματα θηλυπρεπείς κινήσεις, ακκισμοί, καμώματα, νάζια … Dictionary of Greek
παρασάλεμα — ατος, το μικρή κίνηση, μετακίνηση, κούνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σάλεμα] … Dictionary of Greek
σάλευμα — το, ΝΑ, και σάλεμα Ν [σαλεύω] 1. μικρή μετακίνηση, μετατόπιση 2. απώλεια τής ισορροπίας ενός πράγματος από φυσικά ή τεχνητά αίτια, ταλάντευση, λίκνισμα νεοελλ. μτφ. απώλεια τού λογικού ειρμού τών σκέψεων, παραφροσύνη, τρέλα αρχ. ασταθής κίνηση,… … Dictionary of Greek
κίνηση — η 1. η μεταβολή θέσης, κίνημα, σάλεμα: Έκανε μια αντανακλαστική κίνηση. 2. ο τρόπος κατά τον οποίο κινείται κάτι: Η χορεύτρια έκανε χαριτωμένες κινήσεις. 3. κυκλοφορία τροχοφόρων, πεζών κ.ά.: Υπάρχει μεγάλη κίνηση στο δρόμο αυτό. 4. δράση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούνημα — το, ατος 1. σάλεμα, ταλάντευση, μετατόπιση. 2. σεισοπυγισμός: Τα κουνήματά της δείχνουν πως είναι απ εκείνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιχνίδισμα — το, ατος ελαφρό παιχνίδι, το σάλεμα δώθε κείθε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)