Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ρ+λύκος

  • 21 забежать

    -бегу, -бежишь, -бегут
    ρ.σ.
    1. μπαίνω μέσα τρέχοντας•

    волк в деревню -ал ο λύκος μπήκε στο χωριό.

    || μπαίνω για λίγο, επισκέπτομαι στα γρήγορα, στα πεταχτά•

    он никогда к нам не -ал δεν πέρασε ούτε και για λίγο ποτέ από το σπίτι μας•

    забежать в магазин πετιέμαι στο μαγαζί.

    2. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, αλαργεύω.
    3. προηγούμαι, προπορεύομαι, προτρέχω, προβοδίζω.
    εκφρ.
    забежать вперед – προτρέχω, προπορεύομαι• ξεπερνώ, υπερβάλλω.

    Большой русско-греческий словарь > забежать

  • 22 заесть

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. есть).
    1. κατατρώγω, κατασπαράσσω•

    волк -ел овцу ο λύκος κατασπάραξε το πρόβατο.

    || τσιμπώ, κεντώ, νύσσω•

    его -ли комары τον κατάφαγαν τα κουνούπια.

    || κατενοχλώ•

    бабушка -ла меня воркотней η γιαγιά μ’ έφαγε με τη μουρμούρα.

    || φθείρω, λιώνω•

    тоска его -ла η θλίψη τον έφαγε.

    2. μαγκώνω, πιάνω, σκαλώνω•

    -ло якорную цепь σκάλωσε η αλυσίδα της άγκυρας,

    3. τρώγω κάτι (μετά από κακόγευστη κατάποση)•

    заесть лекарство τρώγω κάτι μετά το φάρμακο.

    4. απρόσ. (απλ.) θίγω, ανησυχώ.
    παραχορταίνω, είμαι παραχορταμένος.

    Большой русско-греческий словарь > заесть

  • 23 заразиха

    θ.
    (φυτ.) οροβάγχη, λύκος.

    Большой русско-греческий словарь > заразиха

  • 24 зарезать

    -ежу, -ежешь
    ρ.σ.μ.
    1. σφάζω, ««-τασφάζω. || κατασπαράζω, ξεσχίζω• πόβω•

    волк -ал овцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.

    2. (για άλογο) τρέχω με όλη την ταχύτητα.
    3. μτφ. βλάφτω, συφοριάζω, ποτίζω φαρμάκια.
    εκφρ.
    без ножа зарезать – καταστενοχωρώ, ποτίζω φαρμάκια•
    хоть зарежь – α) είναι απόλυτη ανάγκη (είναι προτιμότερο να με σφάξεις παρά να μη μου δόσεις αυτό που ζητώ), β) κατ’ ουδένα τρόπο•
    хоть зарежьте, не понимаю – με κανένα τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω.
    σφάζομαι, μαχαιρώνομαι.
    ρ.σ. κόβω, κόπτω, τέμνω.

    Большой русско-греческий словарь > зарезать

  • 25 изрыскать

    -аю, -аешь κ. рыщу, -рыщешь ρ.δ.μ.
    περιφέρομαι, γυρίζω ψάχνοντας•

    волк -ал весь лес в поисках добычи ο λύκος γύρισε όλο το δάσος για να βρεί λεία.

    Большой русско-греческий словарь > изрыскать

  • 26 курок

    -рка α.
    επικρουστήρας, λύκος, κόκορας.

    Большой русско-греческий словарь > курок

  • 27 люпус

    α.
    φυματιώδης ή κοινός λύκος (φυματίωση του δέρματος).

    Большой русско-греческий словарь > люпус

  • 28 матёрый

    κ. матерой
    επ.
    μεγάλος, τρανός, θερίος, γιγαντωμένος (για ζώα)•

    матёрый волк θερίος λύκος.

    || έμπειρος, πεπειραμένος• επιδέξιος. || άσπονδος, αδιάλλακτος, φανατικός, βαμμένος•

    матёрый враг άσπονδος εχθρός.

    Большой русско-греческий словарь > матёрый

  • 29 напасть

    -паду, -падёшь, παρλθ. χρ. напал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напавший
    ρ.σ.
    1. επιτίθεμαι, εφορμώ•

    напасть на неприятельскую крепость επιτίθεμαι κατά του εχθρικού οχυρού.

    || πέφτω•

    на посевы -ла саранча στα σπαρτά έπεσε ακρίδα•

    волк -ил на стадо ο λύκος έπεσε στο κοπάδι.

    2. ρίχνομαι, επιδίδομαι (με ζήλο).
    3. επίθεση (με λόγια, βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).
    4. πέφτω, με πιάνει, κατέχομαι•

    на меня -ла лень μ' έπιασε η τεμπελιά•

    на него -ал сон τόν έπιασε ο ύπνος.

    5. επιπίπτω, πέφτω επάνω, τυχαία ανακαλύπτω•

    напасть на золотоносную жилу πέφτω πάνω σε χρυσοφόρα φλέβα•

    напасть на заячий след πέφτω σε τορό λαγού.

    || μτφ. (για σκέψη, ιδέα κ.τ.τ.) συλλαμβάνω τυχαία, βρίσκω. || συναντώ ανεπάντεχα, πέφτω επάνω.
    εκφρ.
    не на того (ту) -ал; не на робкого (робкую) -ал; не на дурака (дуру) -ал – δε σου περνά, δε βρήκες κορόιδο,,φοβιτσάρη, ουτό.
    ρ.σ. βλ. нападать.
    θ.
    δυστυχία, κακό, συμβάν.

    Большой русско-греческий словарь > напасть

  • 30 перегрызть

    -ызу, -ызшь, παρλθ. χρ. перегрыз
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегрызенный, βρ: -зен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατατρώγω περιτρώγω.
    2. δαγκώνω κόβω•

    волк -ыз овец ο λύκος κατάκοψε τα πρόβατα.

    3. τρωγαλίζω, ροκανίζω (για πολλά ή όλα).
    (για ζώα) άλληλοδαγκώνομαι, αλληλοτρώγομάι. || μτφ. μαλώνω, καβγαδίζω τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά.

    Большой русско-греческий словарь > перегрызть

  • 31 порезать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω (•με κοφτερό εργαλείο)•

    порезать палец κόβω το δάχτυλο.

    2. «θανατώνω•

    волк -ал пять овец ο λύκος έκοψε πέντε προβατίνες.

    3. τεμαχίζω, κόβω τεμάχια, φέτες•

    порезать хлеб и колбасы κόβω ψωμί και σαλάμι.

    4. κόβω λίγο.
    κόβομαι (με κοφτερό εργαλείο).

    Большой русско-греческий словарь > порезать

  • 32 разодрать

    -деру, -дершь, παρλθ. χρ. разодрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разодранный, βρ: -дран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατασχίζω• κατασπαράζω•

    волк -ал овцу ο λύκος κατασπάραξε το πρόβατο.

    2. χαλνώ, φθείρω•

    -сапоги σχίζω τις μπότες•

    разодрать платье σχίζω το φόρεμα.

    1. ξεσχίζομαι•

    платье -лось το φόρεμα ξεσχίστηκε.

    2. καβγαδίζω, τσακώνομαι στα γερά•

    они -лись в кровь τσακώθη-ώσπου ματώθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > разодрать

  • 33 разорвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. разорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разорванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεσχίζω, κατασχίζω, καταξεσχίζω•

    разорвать бумагу καταξεσχίζω το χαρτί•

    разорвать письмо καταξεσχίζω το γράμμα,

    μτφ. σπάζω• κόβω•

    разорвать цепи σπάζω τις αλυσίδες•

    разорвать окобы σπάζω τα δεσμά.

    || διαταράσσω•

    лай -ал тишину το γαύγισμα διατάραξετην ησυχία.

    || κατασπαράσσω•

    волк -ал обцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.

    2. ανατινάζω•

    разорвать мост ανατινάζω τη γέφυρα.

    3. μτφ. διακόπτω, κόβω•

    разорвать дипломатические отношения διακόπτω τις διπλωματικές σχέσεις•

    разорвать связь κόβω τη σύνδεση ή το δεσμό.

    || μτφ. ακυρώνω•
    договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συμφωνία.
    4. κατακομματιάζω.
    εκφρ.
    чтоб тебя -ло ή разорвало – να σκάσεις• να πάθεις κακό• από το θεό να το βρεις.
    1. ξεσχίζομαι, κατασχίζομαι.
    2. σκάζω, εκρήγνομαι•

    снаряд разорватьлся около него το βλήμα έσκασε κοντά του.

    3. μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι (για σχέσεις, δεσμό κ.τ.τ.).
    4. μτφ. προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά.
    5. κατακομματιάζομαι.
    εκφρ.
    хоть -йсь! – ό,τι και να κάνεις αυτό δε γίνεται (λόγω επείγουσας, σοβαρής απασχόλησης).

    Большой русско-греческий словарь > разорвать

  • 34 распороть

    ρ.σ.μ.
    1. ξηλώνω•

    распороть платье ξηλώνω το φόρεμα.

    2. ξεσχίζω, κατασπαράζω•

    волк -ол брюхо овце ο λύκος ξέσχισε την κοιλιά της προβατίνας.

    || κόβω.
    3. μτφ. διακόπτω, (δια)ταράσσω• διαλύω•

    выстрел -ол тишину ο πυροβολισμός διατάραξε την ησυχία•

    прожектор -ол мрак ο προβολέας διέλυσε το σκοτάδι.

    ξηλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распороть

  • 35 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 36 рыскать

    рыщу, рыщешь κ. -аю, -аешь
    ρ.δ.
    1. τρέχω προς αναζήτηση•

    волк -ает ο λύκος τρέχει για αναζήτηση λείας•

    собаки рыщут τα σκυλιά ψάχνουν θηράματα.

    || ερευνώ. || περιφέρομαι άσκοπα.
    2. (ναυτ.) παρεκκλίνω,ξεφεύγω, περιπλανιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > рыскать

  • 37 терзать

    ρ.δ.
    1. ξεσχίζω•

    волк -ает ягннка ο λύκος ξεσχίζει το αρνάκι.

    2. μτφ. βασανίζω, τυραννώ (σωματικά ή ηθικά)• κατατρύχω.
    1. ξεσχίζομαι.
    2. βασανίζομαι, τυραννιέμαι• κατατρύχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > терзать

  • 38 угонный

    επ. (κυνηγ.) καταδιωκόμενος•

    волк καταδιωκόμενος λύκος.

    Большой русско-греческий словарь > угонный

См. также в других словарях:

  • Λύκος — wolf masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκος — wolf masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — ο θηλ. αινα και ισσα 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο: Οι λύκοι επιτέθηκαν στο κοπάδι με τα πρόβατα. 2. φυματίωση του δέρματος (λούπος): Ερυθηματώδης λύκος. 3. φρ., «Πεινούσε σαν λύκος», πεινούσε υπερβολικά· «Έπεσα στο στόμα του λύκου», κινδύνεψα πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λύκος ἐν αἰτίᾳ γίνεται κἂν φέρῃ κἂν μὴ φέρῃ. — См. Ел ли, не ел, а за обед почтут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λύκος καὶ ποιμήν. — См. Козла пустить в огород …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ λύκος τὴν τρίχα, οὐ τὴν γνώμην ἀλάττει. — См. Волк и каждый год линяет, а все сер бывает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον. — См. Рыбак рыбака видит издалека …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ερυθηματώδης συστηματικός λύκος — Πάθηση του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία προσβάλλει άλλα συστήματα του οργανισμού. Στο αίμα του πάσχοντος ανιχνεύονται αντισώματα εναντίον του ίδιου του σώματος (αυτοάνοση). Πέρα από τα γενικά συμπτώματα πυρετού, κόπωσης και απώλειας βάρους …   Dictionary of Greek

  • Λύκις ή Λύκος — (5ος 4ος αι. π.Χ.) Ποιητής της Αττικής κωμωδίας. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύεται στους Βατράχους του και το λεξικό της Σούδας τον χαρακτηρίζει «υπόψυχρο», μαζί με τους Φρύνιχο και Αμείψιο. Κανένα έργο του δεν έχει σωθεί …   Dictionary of Greek

  • λύκω — λύκος wolf masc nom/voc/acc dual λύκος wolf masc gen sg (doric aeolic) λυκόω tear like a wolf pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) λυκόω tear like a wolf imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»