-
1 ραων
-
2 ραδιος
(compar. ῥᾴων, ῥᾷον - эп. ῥηίτερος; superl. ῥᾷστος - эп.-ион. ῥήϊστος, эп. тж. ῥηΐτατος)1) легкий, нетрудный(ἔπος Hom.; οἶμος Hes.; ὁδός Plat.; βίος Men.; τάφρος ῥηϊδίη περῆσαι Hom.)
ῥηΐτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί Hom. — (тогда) легче было воевать с ахейцами;ῥᾷστος ἐς τὸ βλάπτεσθαι Thuc. — весьма легко поражаемый, крайне уязвимый;οὐ ῥᾴδιον μέ ἐπαινεῖν σε Plat. — трудно не похвалить тебя;ῥᾴων ἔσομαι Dem. — мне будет легче (на душе);ῥᾴονι χρῆσθαί τινι Dem. — легче совладать с кем-л.2) легкомысленный, беспечный, беззаботный(ἤθεα Eur.)
ῥ. τὸν τρόπον Luc. — легкомысленного характера -
3 ευκοσμος
21) приученный к порядку, воспитанный, дисциплинированныйοὐκ εὔ. φυγή Eur. — беспорядочное бегство2) красиво убранный, изящно причесанный(κόμη Eur. - v. l. εὔοσμος)
-
4 ῥάδιος
ράδιος, ά, ον легкий, незатруднительный соmр. ράων, ον superl. ρέστος, η, ον
См. также в других словарях:
ράων — ᾷον, και ῥᾷος, ον, και ιων. τ. ῥήων, ον, Α ευκολότερος. επίρρ... ῥᾳόνως και ῥάως Α ευκολότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (Ι)] … Dictionary of Greek
ῥᾴων — ῥάιος fem gen pl ῥάιος masc/neut gen pl ῥᾴδιος easy masc/fem nom comp sg ῥαίω break pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… … Dictionary of Greek
ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek
ράος — ον, Α βλ. ῥᾴων … Dictionary of Greek
ράσσων — Α ῥᾴων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (Ι)] … Dictionary of Greek
ράως — Α επίρρ. βλ. ῥᾴων … Dictionary of Greek
ρήων — ον, Α ιων. τ. βλ. ῥάων … Dictionary of Greek
ραόνως — Μ επίρρ. βλ. ῥᾴων … Dictionary of Greek