-
1 ρυθμικός
-
2 ῥυθμικός
-
3 ῥυθμικός
-
4 ρυθμικος
-
5 ῥυθμικός
ῥυθμικός, nach dem Zeitmaß, Ebenmaß gemacht, geordnet, taktmäßig, rhythmisch -
6 ρυθμικός
η, ό[ν] ритмичный, ритмический; размеренный, мерный;ρυθμική γυμναστική — ритмика, художественная гимнастика
-
7 ρυθμικός
[ритмикос] εκ ритмичный, ритмический, мерный, размеренный. -
8 ρυθμικός
1) cadencé2) rythmique -
9 ἐν-ρυθμικός
ἐν-ρυθμικός, ή, όν, = Folgdm, Sp.
-
10 ρυθμικά
ῥυθμικόςneut nom /voc /acc plῥυθμικά̱, ῥυθμικόςfem nom /voc /acc dualῥυθμικά̱, ῥυθμικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 ῥυθμικά
ῥυθμικόςneut nom /voc /acc plῥυθμικά̱, ῥυθμικόςfem nom /voc /acc dualῥυθμικά̱, ῥυθμικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 ρυθμικώτερον
-
13 ῥυθμικώτερον
-
14 ρυθμικών
-
15 ῥυθμικῶν
-
16 ρυθμικόν
-
17 ῥυθμικόν
-
18 ῥυθμητικός
ῥυθμητικός, = ῥυϑμικός, Sp.
-
19 ρυθμικής
-
20 ῥυθμικῆς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥυθμικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμικός — ή, ό / ῥυθμικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό 2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία» «ῥυθμική… … Dictionary of Greek
ρυθμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με ρυθμό: Πολλά κορίτσια κάνουν ρυθμική γυμναστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥυθμικά — ῥυθμικός neut nom/voc/acc pl ῥυθμικά̱ , ῥυθμικός fem nom/voc/acc dual ῥυθμικά̱ , ῥυθμικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικώτερον — ῥυθμικός adverbial comp ῥυθμικός masc acc comp sg ῥυθμικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικῶν — ῥυθμικός fem gen pl ῥυθμικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικόν — ῥυθμικός masc acc sg ῥυθμικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικοῖς — ῥυθμικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικοί — ῥυθμικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικοῦ — ῥυθμικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικούς — ῥυθμικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)