-
1 ρυθμίζω
[ритм изо] р. приводить в порядок, улаживать, устраивать, делать ритмично, в такт,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρυθμίζω
-
2 юстировать
ρυθμίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юстировать
-
3 отлаживать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отлаживать
-
4 подрегулировать
ρυθμίζω συμπληρωματικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подрегулировать
-
5 регулированиеовать
регулирование||оватьнесов κανονίζω, τακτοποιώ, ρυθμίζω, διακανονίζω, διευθετώ/ ρεγουλάρω (мотор, механизм):\регулированиеоватьовать взаимные отношения ρυθμίζω τίς ἀμοιβαίες σχέσεις· \регулированиеоватьовать у́лнчное движение ρυθμίζω τήν τροχαία κίνηση· \регулированиеоватьовать мотор ρεγουλάρω τόν κινητήρα, ρεγουλάρω τό μοτέρ. -
6 регулировать
1. (осуществлять регулирование как разновидность управления) ελέγχω, ρυθμίζω 2. (осуществлять регулировку г) ρυθμίζω, συντονίζω, διευθετώ. - зажигание - την ανάφλεξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регулировать
-
7 устраивать
1. (оборудовать, приспосабливать для чего-л.) κατασκευάζω 2. (организовывать, планировать, осуществлять) οργανώνω, ρυθμίζω, διαρρυθμίζωκανονίζω* - выставку - την έκθεση3. (приводить в порядок, налаживать) τακτοποιώ, ρυθμίζω 4.(помещать определять куда-л.) βάζω, τακτοποιώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > устраивать
-
8 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
9 наладить
-
10 настроить
настроить 1) муз. κ ουρδίζω 2) (налаживать) ρυθμίζω ◇ \настроить против εξεγείρω ενάντια* * *1) муз. κουρδίζω2) ( налаживать) ρυθμίζω••настро́ить про́тив — εξεγείρω ενάντια
-
11 регулировать
регулировать 1) ρυθμίζω, κανονίζω 2) (механизм и т. п.) ρεγουλάρω* * *1) ρυθμίζω, κανονίζω2) (механизм и т. п.) ρεγουλάρω -
12 выверять
выверятьнесов ρυθμίζω, διευθετώ, ἐξακριβώνω, ἐλέγχω:\выверять часы ρυθμίζω τό ρολόγι. -
13 организовать
организоватьсов, организовывать несов1. (основывать) ὁργανώνω, διοργα· νώνω, συγκροτώ·2. (подготавливать, налаживать, сплачивать) ὁργανώνω·3. (упорядочивать) ὁργανώνω, ρυθμίζω:организовать свой труд ρυθμίζω τήν δουλειά μου. -
14 вершить
-шу, -шишь ρ.δ. ц.1. λύνω, λύω•трудные вопросы λύνω δύσκολα ζητήματα.
2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, ρυθμίζω•вершить судьбами ρυθμίζω τις τύχες.
3. κορυφώνω, υψώνω•вершить стог κορυφώνω, φτιάχνω τήν κορυφή της θημωνιάς•
-дом χτίζω την κορυφή (την τελευταία σειρά) του σπιτιού.
1. διεξάγομαι, γίνομαι, πραγματοποιούμαι•дела -атся и без него οι δουλιές γίνονται και χωρίς αυτόν.
2. κορυφώνομαι, υψώνομαι ως την κορυφή. -
15 настроить
-ого, -оишьρ.σ.μ.1. χτίζω, οικοδομώ• ανεγείρω κατασκευάζω, φτιάχνω•-новые кварталы домов χτίζω τετράγωνα καινούριων σπιτιών. настроить железных дорог κατασκευάζω σιδηροδρομικές γραμμές.
2. παλ. εποικοδομώ.3. χτίζω παράρτημα.-ою, -оишь ρ.σ.μ.1. χορδίζω, κουρντίζω•настроить скрипку κουρντίζω το βιολί.
2. ρυθμίζω, κανονίζω, τακτοποιώ, ρεγουλάρω•-станки ρυθμίζω τις εργατομηχανές.
3. προδιαθέτω•настроить жену против мужа προδιαθέτω τη γυναίκα κατά του άντρα της•
настроить в пользу кого— л. προδιαθέτω ευνοϊκά προς κάποιον•
1. κουρντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. προδιαθέτομαι•1- против кого-л. προδιαθέτομαι κατά κάποιου.3. έχω διάθεση• προτίθεμαι•настроить на мирный лад έχω ειρηνική διάθεση.
-
16 регулировать
-рую, -руешьρ.δ.μ.ρυθμίζω, κανονίζω, ρεγουλάρω• τακτοποιώ•регулировать перевозки грузов ρυθμίζω τις μεταφορές φορτίων•
регулировать мотор ρεγουλάρω τον κινητήρα.
ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι, τακτοποιούμαι. -
17 выверять
εξακριβώνω, ελέγχω, ρυθμίζω, διευθετώ, ευθυγραμμίζω- по отвесу σταθμίζω, ευθυγραμμίζω στο κατακόρυφο- по уровню αλφαδιάζω, ευθυγραμμίζω οριζόντιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выверять
-
18 выставлять
1. (устанавливать, отрегулировать) ρυθμίζω 2. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω 3. (на выставке) εκθέτω 4. (за пределы чего-л.) βγάζω έξω 5. (предлагать для решения, обсуждения) προτείνω, προβάλλω, βάζω, εκθέτω 6. (охрану, караул и т.п.) τοποθετώ 7. (впи-сывать, проставлять) εγγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выставлять
-
19 гироскоп
το γυροσκόπιοкорректировать - διορθώνω/ρυθμίζω τοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гироскоп
-
20 графитизация
η γραφιτοποίησηрегулировать - ю ρυθμίζω/ελέγχω τη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > графитизация
См. также в других словарях:
ρυθμίζω — ῥυθμίζω ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. προσδίδω σε κάτι ρυθμό, συμμετρία ή κανονικότητα ή και ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να κινείται ή να λειτουργεί κάτι με ρυθμό (α. «ρυθμίζω την ταχύτητα τών μηχανών» β. «περιόδους ῥυθμίζειν», Πλούτ.) 2. (κατ επέκτ.)… … Dictionary of Greek
ῥυθμίζω — bring into a measure of time pres subj act 1st sg ῥυθμίζω bring into a measure of time pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμίζω — ρυθμίζω, ρύθμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρυθμίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κανονίζω, διευθετώ, τακτοποιώ: Ρύθμισε τις δουλειές του έτσι ώστε να μη χρειάζεται να πηγαίνει στο γραφείο του και το βράδυ. – Ρυθμίστηκαν τα ζητήματα των νοσοκομειακών γιατρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρρυθμισμένα — ῥυθμίζω bring into a measure of time perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐρρυθμισμένᾱ , ῥυθμίζω bring into a measure of time perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐρρυθμισμένᾱ , ῥυθμίζω bring into a measure of time perf part mp fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμίζετε — ῥυθμίζω bring into a measure of time pres imperat act 2nd pl ῥυθμίζω bring into a measure of time pres ind act 2nd pl ῥυθμίζω bring into a measure of time imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμίζῃ — ῥυθμίζω bring into a measure of time pres subj mp 2nd sg ῥυθμίζω bring into a measure of time pres ind mp 2nd sg ῥυθμίζω bring into a measure of time pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμίσω — ῥυθμίζω bring into a measure of time aor subj act 1st sg ῥυθμίζω bring into a measure of time fut ind act 1st sg ῥυθμίζω bring into a measure of time aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρρυθμισμένον — ῥυθμίζω bring into a measure of time perf part mp masc acc sg ῥυθμίζω bring into a measure of time perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρρυθμισμένων — ῥυθμίζω bring into a measure of time perf part mp fem gen pl ῥυθμίζω bring into a measure of time perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρρύθμιζον — ῥυθμίζω bring into a measure of time imperf ind act 3rd pl ῥυθμίζω bring into a measure of time imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)