-
41 заглотнуть
ρ.σ.μ.(απλ.) ρουφώ, καταπίνω. -
42 засосать
ρ.σ.καταβροχθίζω, καταπίνω ρουφώ•болото -ло охотника ο βάλτος κατάπιε τον κυνηγό.
|| μτφ. τραβώ (στο περιβάλλον ή στον κύκλο μου). -
43 захлебнуть
ρ.σ,μ.1. καταπίνω•захлебнуть воды при купании καταπίνω νερό κατά το λουτρό.
2. πίνω, ρουφώ, περνώ κάτω.1. πνίγομαι (από υγρό, καπνό κ.τ.τ.), μου πιάνεται, ο λαιμός•он -лся и утонул αυτός έπιε νερό και πνίγηκε.
2. μου πιάνεται, η αναπνοή, κομπιάζω•он -лся от радости του πιάστηκε η αναπνοή από χαρά.
3. διστάζω να προχωρήσω σε ενέργεια.4. σταματώ, παύω να λειτουργώ, σβήνω (για μηχανή, αυτόματο όπλο κ.τ.τ.). -
44 кровь
-и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ. -и θ.1. αίμα•венозная кровь φλεβικό αίμα•
артериальная кровь αρτηριακό αίμα•
переливание -и μετάγγιση αίματος•
заражение -и μόλυνση του αίματος.
|| πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.
4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•горячая кровь θερμόαιμος•
холодная кровь ψύχραιμος.
εκφρ.в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•узы -и – δεσμοί αίματος•кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•бросить (отворить, кидать) кровь – παλ. κάνω αφαίμαξη•лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία. -
45 наглотаться
ρ.σ. (με ποσοτική σημ.) καταπίνω ρουφώ•он -лся морской воды αυτός κατάπιε πολύ θαλασσινό νερό•
наглотаться пыли καταπίνω σκόνη.
-
46 насасывать
-
47 насосать
-осу, -осшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насосанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ.1. απορροφώ, πιπιλίζω, Βυζαίνω.2. αντλώ, τρομπάρω, γεμίζω τρομπάροντας.3. βλάπτω βυζαίνοντας•насосать грудь βλάπτω το στήθος (μαστούς) βυζαίνοντας πολύ.
1. βυζαίνω πολύ ή ώσπου χορταίνω•ребёнок -лся молока το βρέφος χόρτασε (να βυζαίνει) γάλα.
2. μτφ. ρουφώ, τραβώ, σουρώνω, μεθώ. -
48 нахлебаться
ρ.σ. (απλ.)1. ρουφώ, καταπίνω, καταβροχθίζω τρώγω πολύ.2. μτφ. περνώ, υποφέρω, δοκιμάζω κακό:. -
49 нюхать
ρ.σ.μ.1. οσφραίνομαι, μυρίζω•цветок, духи μυρίζω το λουλούδι, τα αρώματα•
нюхать воздух μυρίζω τον αέρα.
|| ρουφώ με τη μύτη• τραβώ πρέζα.2. μτφ. δοκιμάζω, γεύομαι, γνωρίζω.εκφρ.пороху не -ал – είναι άκαπνος (απειροπόλεμος). -
50 отсосать
-сосу, -сосшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсосанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.1. ρουφώ.2. αντλώ.3. τελειώνω το ρούφηγμα. -
51 отхлебнуть
ρ.σ. ρουφώ, καταπίνω. -
52 пить
пить 1пью, пьшь, παρλθ. χρ. пил, пила, пило, (με το αρνητικό μόριο не) не пил, не пила, не пило, не пили;, προστκ. пей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. питый, βρ: пит, пита, пито;ρ.δ.1. πίνω•пить воду πίνω νερό•
пить молоко πίνω γάλα•
пить опить ξαναπίνω•
пить на здоровье... πίνω στην υγεία...
μτφ. ρουφώ, τραβώ.2. πίνω οινοπνευματώδη ποτά.• μεθώ•он пьт αυτός πίνει.
εκφρ.пить залпом – πίνω μονορούφι, μονοκοπανιά•дать пить – (απλ.) α) δίνω μάθημα, τιμωρώ, συγυρίζω, περιποιούμαι (καλά); β) προξενώ ζημιά, βλάβη•пей да дело – παρμ. πίνε, όμως να μή σε πίνει (να μη παραλογείς)•как пить дать (дадут) – σίγουρα, οπωσδήποτε, απαραίτητα.1. πίνομαι.2. επιθυμώ, θέλω να πιώ.пить 2-я ουδ.βλ. питие. -
53 поглотить
-ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поглощённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. παλ. καταπίνω καταβροχθίζω.2. καταχωνιάζω• ρουφώ•его -ло море τον κατάπιε η θάλασσα.
|| απορροφώ•поглотить влагу απορροφώ υγρασία•
губка -ла воду το σφουγγάρι απορρόφησε το νερό.
|| μτφ. απασχολώ•эта идея -ла его всего αυτή η ιδέα τον απορρόφησε κυριολεκτικά.
|| μτφ. αφομοιώνω• καταβροχθίζω•-много книг καταβροχθίζω πολλά βιβλία.
3. απομυζώ, τραβώ, παίρνω λίγο.καταπίνομαι• καταβροχθίζομαι. || απορροφούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
54 подсосать
-
55 прососать
-сосу, -сосшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прососанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.1. διαβιβρώσκω, τρώγω (για υγρά).2. βυζαίνω, ρουφώ (για ένα χρον. διάστημα).δια-βιβρώσκομαι, τρώγομαι. -
56 сусолить
ρ.δ.μ. (απλ.).1. ρουφώ, βυζαίνω•сусолить палец βυζαίνω το δάχτυλο.
2. λερώνω•-фартук λερώνω την ποδιά.
3. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου.λερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
57 схлебать
ρ.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схлбэлный, βρ: -бан, -а, -о (απλ.)1. ρουφώ, πίνω λίγο (από το παραγεμισμένο σκεύος).2. τρώγω•схлебать суп τρώγω σούπα.
-
58 тянуть
тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.δ.1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•
тянуть за руку τραβώ από το χέρι.
2. τεντώνω• απλώνω•тянуть руку απλώνω το χέρι•
тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.
|| κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•
тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.
|| κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).3. μ. έλκω•пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•
трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.
|| κατευθύνομαι, πηγαίνω.4. κάνω βαριά δουλειά•одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.
|| διατρέφω•вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.
|| βοηθώ•тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.
5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.6. μ. παίρνω•тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•
тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.
|| μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•
тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.
7. προσελκύω•меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•
его -ет природа τον τραβάει η φύση.
8. τείνω, έχω τάση•-ет ко сну νυστάζω•
тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.
9. βγάζω•тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•
тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•
тянуть жребий τραβώ κλήρο.
10. αναρροφώ•насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.
|| πίνω• ρουφώ•тянуть вино τραβώ κρασί.
|| καπνίζω, φουμάρω•тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.
11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•тянуть деньги τραβώ χρήματα.
12. κλέβω. || πετώ•журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.
|| (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.14. φυσώ, πνέω•с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.
|| φέρω, παρασύρω•ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.
|| απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•-ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•
-ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•
-ет жаром έρχεται ζέστη.
15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.
|| συνεχίζω, εξακολουθώ•тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.
16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).17. είμαι βαρύς•ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.
|| βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•
18. σφίγγω, πιέζω•тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•
рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.
εκφρ.тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•тянуть за душу – κ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•резина -ется το λάστιχο τεντώνει•
кожа -ется το δέρμα τεντώνει.
|| εκτείνομαι•за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.
2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.
3. στρέφω, γυρίζω•цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.
4. με τραβάει, με ελκύει•тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.
5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
59 aspirer
1) τραβώ2) απορροφώ3) εισπνέω4) ρουφώ -
60 nasávat
1) ρουφώ2) τραβώ
См. также в других словарях:
ρουφώ — ρουφάω / ρουφώ, ρούφηξα βλ. πίν. 66 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρουφώ — ηξα, ήχτηκα, ηγμένος, βάζω στο στόμα κάποιο υγρό ή αέριο με βαθιά εισπνοή, με κάποιον ήχο: Ρουφά τον καφέ του. – Ρουφά τον καθαρό αέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροφώ — ῥοφῶ, άω και έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, έω, Α 1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.) 2. αδειάζω… … Dictionary of Greek
αναμυζώ — ( άω) απομυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + μυζώ «ρουφώ». ΠΑΡ. αναμύζηση, αναμυζητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον διδάσκαλο τού Γένους Κωνσταντίνο Κούμα] … Dictionary of Greek
επιρροφώ — ἐπιρροφῶ και ιων. τ. ἐπιρρυφῶ, έω (AM) [ροφώ] ρουφώ, πίνω κάτι επί πλέον ή κατόπιν («πολλάκις ἐπιρροφοῡντα τοῡ ὕδατος», Πλούτ.) αρχ. ρουφώ άπληστα … Dictionary of Greek
λάπτω — και λάφτω (Α λάπτω) πίνω νερό με τη γλώσσα («λάψοντες γλώσσῃσιν... μέλαν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πίνω με απληστία, ρουφώ («αἷμα λέλαφας», Αριστοφ. 2. μέσ. λάπτομαι καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητικός εκφραστικός τ. που συνδέεται με άλλους ΙΕ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μυζώ — άω (ΑΜ μυζῶ, Α ιων. τ. μυζέω) ρουφώ με το στόμα την υγρή ουσία που περιέχεται κάπου, βυζαίνω, πιπιλίζω («η μέλισσα μυζά τον χυμό τού άνθους»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος από το θ. μυζη τού αόρ. ἐ μύζη σα τού μύζω* (II) «πιπιλίζω, ρουφώ»] … Dictionary of Greek
προεκροφώ — έω, Μ ρουφώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκροφῶ «ρουφώ εντελώς, καταπίνω»] … Dictionary of Greek
συγκαταρροφώ — άω και έω, Μ ρουφώ μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταρροφώ «καταπίνω, ρουφώ»] … Dictionary of Greek
συνεκροφώ — έω, Α καταπίνω, ρουφώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκροφῶ «ρουφώ, καταπίνω»] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia