-
1 клевать
-
2 клевать
клеватьнесоз.1. (о птице) ραμφίζω, τσιμπῶ·2. (о рыбе) τσιμπώ (τό δόλωμα)· ◊ \клевать но́сом разг κουτουλάω ἀπό τή νύστα· у него денег ку́ры не клюют погов. κολυμπάει στό χρήμα (или στό. λεφτά). -
3 клевать
клюй, клюёшьρ.δ. μ.1. ραμφίζω, τσιμπώ•куры клюют зерно οι κότες ραμφίζουν τους κόκκους•
петух клюёт щенка ο κόκορας τσιμπά το κουταβάκι.
2. παίρνω, αρπάζω•рыба клюёт το ψάρι τσιμπά.
3. μτφ. απρόσ. τσιμπιέμαι, ενδίδω, πέφτω, παραδίνομαι.εκφρ.носом – νυστάζω, κουτουλώ από τη νύστα•денег куры не клюют у него – αυτός έχει χρήμα με ουρά.1. τσιμπώ, χτυπώ με το ράμφος•наседка -тся η κλώσσα τσιμπάει.
2. αλληλοτσιμπιέμαι, αλληλοραμφίζομαι. -
4 доклевать
-клюй, -клюшьρ.σ.μ.ραμφίζω, τσιμπώ ως το τέλος. -
5 цапать
ρ.δ.μ. (απλ.).1. πιάνω, γραπώνω. || ραμφίζω, τσιμπώ.2. αρπάζω• αδράχνω•цапать руками αδράχνω με τα χέρια•
цапать пальцами αρπάζω με τα δάχτυλα.
3. αποκτώ (με αθέμιτα μέσα).,1. βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.).2. αλληλοπιάνομαι, αλληλοαρπάζομαι.3. δράττομαι, αρπάζομαι. -
6 наклевать
-лют, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-клванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.(για πτηνά)1. ραμφίζω.2. τσιμπώ, χαλνώ, βλάπτω•вишню τσιμπώ τα βύσινα.
παρατρώγω, ραμφίζω αρκετά.
См. также в других словарях:
τσιμπώ — τζιμπῶ, άω, ΝΜ 1. συνθλίβω το δέρμα με τα δάχτυλα, ιδίως με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκαλώντας πόνο 2. συνεκδ. τρυπώ, κεντώ (α. «τόν τσίμπησε κουνούπι» β. «τόν τσίμπησε με μια καρφίτσα») νεοελλ. 1. (για πτηνό) α) πιάνω την τροφή με το… … Dictionary of Greek
ραμφίζω — Ν [ράμφος] (για πτηνό) 1. χτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος μου 2. πιάνω, συλλαμβάνω με το ράμφος … Dictionary of Greek
ραμφίζω — ισα, (για πουλιά) τσιμπώ με τη μύτη: Τα κοκόρια ράμφιζαν το ένα τ άλλο με μανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιμπώ — τσίμπησα, τσιμπήθηκα, τσιμπημένος 1. κεντώ, αγκυλώνω με αιχμηρό αντικείμενο: Με τσίμπησε με βελόνα. 2. πιέζω δυνατά το δέρμα κάποιου με τα δύο δάχτυλά μου (με αντίχειρα και δείχτη), ώστε να πονέσει: Μην το τσιμπάς το παιδί. 3. ραμφίζω, χτυπώ με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυτίζω — (Μ μυτίζω) [μύτη] νεοελλ. 1. (για πτηνά) ραμφίζω, τσιμπώ κάτι με τη μύτη 2. κάνω κάτι οξύ στην άκρη σαν μύτη, οξύνω μσν. 1. πλησιάζω σε κάτι τη μύτη μου, τό μυρίζω 2. (για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη, ρίχνω τον ιππέα … Dictionary of Greek
περικολάπτω — Μ χτυπώ, τσιμπώ ολόγυρα κάτι με το ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κολάπτω «ραμφίζω, χτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος»] … Dictionary of Greek