Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ρίχνω

См. также в других словарях:

  • ρίχνω — ρίχνω, έριξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος 1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα. 2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία. 3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες. 4. πυροβολώ: Του ριξε και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανονιοβολώ — ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι ο βολώ αντί τού αναμενομένου κανον ο βολώ < κανόνι (I) + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο ως α συνθετικό] …   Dictionary of Greek

  • διπλοθεμελιώνω — ρίχνω διπλά θεμέλια, θεμελιώνω πολύ γερά …   Dictionary of Greek

  • εκσφενδονίζω — ρίχνω μακριά με ορμή σαν να κρατώ σφενδόνα …   Dictionary of Greek

  • κερματοβολώ — ρίχνω με παλαιού τύπου πυροβόλο πλοίου κερματοδέσμη* ή κερματοθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, τος + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βολώ, πυρο βολώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. titer amitrailles. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • κρυφορίχνω — ρίχνω κάτι κρυφά …   Dictionary of Greek

  • λοξοβάλλω — ρίχνω κάτι λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξά + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»