Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ρίχνω+στάχτη+στα

  • 1 пускать

    пускать
    несов
    1. (отпускать) ἀφήνω, ἀπολύω:
    \пускать птицу на волю ἀφήνω τό πουλί ἐλεύθερο· \пускать детей в театр ἀφήνω τά παιδιά νά πᾶνε στό θέατρο·
    2. (впускать) ἐπιτρέπω τήν είσοδο, ἀφήνω νά μπή·
    3. (приводить в движение) βάζω σέ κίνηση, θέτω εἰς ἐνέργειαν, βάζω μπρος:
    \пускать завод θέτω σέ ἐνέργεια ἐργοστάσιο· \пускать машину θέτω σέ κίνηση μηχανή, βάζω μπρος τή μηχανή· \пускать часы βάζω μπρος τό ρολόΓ \пускать в эксплуатацию ἀρχίζω τήν ἐκμετάλλευση [-ιν]·
    4. (воду, пар и т. п.) ἀνοίγω· 5.:
    \пускать корни прям., перен ριζοβολῶ, πιάνω ρίζες, ριζώνω· \пускать ростки βγάζω βλαστάρια· ◊ \пускать в обращение что-л. βάζω (или θέτω) σέ κυκλοφορία· \пускать в продажу ἀρχίζω νά πουλώ, ἐκθέτω είς πὠλησιν \пускать в ход все средства χρησιμοποιώ ὀλα τά μέσα, κινώ γή καί οὐρανό· \пускать слух διαδίδω φήμη· \пускать поезд под откос ἐκτροχιάζω τραίνο· \пускать судно ко дну βυθίζω (или καταποντίζω) πλοίο· \пускать стрелу́ ρίχνω βέλος· \пускать по миру ἀφήνω (или ρίχνω) στους πέντε δρόμους· \пускать кровь кому́-л. κάνω ἀφαίμαξη σέ κάποιον· \пускать (себе) пу́лю в лоб τινάζω τά μυαλά μου στον ἀέρα· \пускать пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια· \пускаться
    1. (отправляться) ξεκινώ, πηγαίνω:
    \пускаться бежать τό βάζω στά πόδια· \пускаться вдогонку за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον \пускаться в дорогу, \пускаться в путь ξεκινώ·
    2. (начать делать что-л.) ἀρχίζω:
    \пускаться во что́-л. ἐπιχειρώ, ἀρχίζω ἐπιχείρηση (предпринимать)· \пускаться в поиски чего-л., кого-л. ἀρχίζω νά ψάχνω, ἀρχίζω τήν ἀναζήτηση· \пускаться вскачь ξεκινώ καλπάζοντας, καλπάζω· \пускаться в подробности μπαίνω σέ λεπτομέρειες· \пускаться в рассуждения ἀρχίζω τίς συζητήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > пускать

  • 2 очки

    очки
    мн. τά ματογυάλια, τά γυαλιά, τά διόπτρα:
    защитные \очки а) τά γυαλιά τοῦ ήλιου (от солнца), б) τά προφυλακτικά γυαλιά (у сварщиков и т. п.)· ◊ втирать \очки разг ρίχνω στάχτη στά μάτια· смотреть на все сквозь розовые \очки τά βλέπω ὅλα ρόδινα.

    Русско-новогреческий словарь > очки

  • 3 пыль

    пыль
    ж ἡ σκόνη, ἡ κόνις, ὁ κονιορτός:
    у́гольная \пыль ἡ καρβουνόσκονη· поднимать \пыль σηκώνω σκόνη· сметать \пыль σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω· \пыль стои́т столбом ἐχει σηκωθεί κουρνιαχτός· ◊ пускать \пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια.

    Русско-новогреческий словарь > пыль

  • 4 throw dust in someone's eyes

    (to try to deceive someone.) ρίχνω στάχτη στα μάτια

    English-Greek dictionary > throw dust in someone's eyes

  • 5 втереть

    вотру, вотрёшь, παρλθ. χρ. втер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втертый, βρ: втерт, -а, -о, επίρ. μτχ. втерев, κ. втерши, ρ.σ.μ.
    1. εντρίβω, μαλάσσω•

    втереть мазь в кожу κάνω εντριβή του δέρματος με αλοιφή.

    2. μτφ. (απλ.) καταφέρνω να βάλλω κάποιον στη δουλειά, υπηρεσία.
    εκφρ.
    втереть очки (кому) – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (ξεγελώ, απατώ).
    εισχωρώ, διεισδύω, χώνομαι•

    втереть в толпу χώνομαι στο πλήθος.

    || υπεισέρχομαι, εισχωρώ επιτήδεια, τρυπώνω•

    втереть в кампанию κολλώ στην παρέα.

    εκφρ.
    втереть в доверие – επιτήδεια αποκτώ την εμπιστοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > втереть

  • 6 замазать

    ажу
    -ажешь
    ρ.σ.μ.
    1. βάφω• αλείφω• επιχρωματίζω, επιχρείω.
    2. (συγ)καλύπτω, σκεπάζω, αποσιωπώ• κρύβω•

    замазать недостатки καλύπτω τις αδυναμίες•

    замазать противоречия συγκαλύπτω τις αντιθέσεις.

    3. βουλώνω με κολλώδη ουσία•

    замазать окна στοκάρω τα παράθυρα•

    щели βουλώνω τις χαραμάδες.

    4. λερώνω, πασαλείφω.
    εκφρ.
    замазать глаза кому – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (εξαπατώ επιτήδεια)•
    замазать рот – βουλώνω το στόμα (αποστομώνω).
    λερώνομαι, πασαλείφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замазать

  • 7 покров

    α.
    1. κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα, σκέπη• περίβλημα•

    -растительности βλάστηση• χλωρίδα•

    снежный покров στρώμα χιονιού•

    волосяной покров τριχωτό κάλυμμα, το τρίχωμα•

    кожный покров δερμάτινο κάλυμμα•

    покров тумана στρώμα ομίχλης.

    2. παλ. καλύπτρα, νυφικό πέπλο. || παλ. το (πάνινο) κάλυμμα του φέρετρου. ||πλθ. ελαφρά γυναικεία ενδύματα κάλυψης.
    3. παλ. προστασία, σκέπη.
    εκφρ.
    под -ом темноты, ночи – καλυπτόμενος από το σκοτάδι, τη νύχτα•
    набросить покров – ρίχνω στάχτη στα μάτια (αποπλανώ).• снять (сорвать) покров ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω, αφαιρώ το προσωπείο•
    покров ночи – ο πέπλος της νύχτας.

    Большой русско-греческий словарь > покров

См. также в других словарях:

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • στάχτη — και σπάν. τ. στάκτη, η, Ν 1. τέφρα, σποδός, ό,τι απομένει μετά την καύση ενός πράγματος 2. ο μικρομύκητας ερυσίθη 3. η ασθένεια τών αμπελιών που προκαλείται από την ερυσίβη 4. φρ. α) «ρίχνω στάχτη στα μάτια» παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον β) «όλα… …   Dictionary of Greek

  • στάχτη — η 1. ό,τι απομένει από την καύση κάποιου πράγματος, τέφρα. 2. συνηθ. φρ., «Ρίχνω στάχτη στα μάτια», εξαπατώ κάποιον έντεχνα· «Έγιναν όλα στάχτη», καταστράφηκαν εντελώς. 3. αρρώστια των φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»