-
1 πυραλλις
См. также в других словарях:
πυραλλίς — bird fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραλλίς — και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, ίδος, ἡ, Α 1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού 2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά 3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την… … Dictionary of Greek
πυραλλίδα — πυραλλίς bird fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραλλίδες — πυραλλίς bird fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραλλίδος — πυραλλίς bird fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)