-
1 πας
πᾰσα, πᾶν, gen. παντός, πάσης, παντός (gen. pl. πάντων, πασῶν - эп. πασάων, ион. πασέων, - πάντων, dat. pl. πᾶσι - эп. πάντεσσι, - πάσαις, πᾶσι)1) (тж. πᾶς τις Thuc. etc.) всякий, каждый(νῦν πᾶσι χαίρω, νῦν με πᾶς ἀσπάζεται Hom.; πᾶς Ἑλλήνων Soph.; πᾶς ἄνθρωπος Xen.)
κτήνεα πάντα τρισχίλια Her. — три тысячи голов скота всякого рода;ὅ ἀριθμὸς πᾶς Plat. — каждое число (ср. 2)2) весь, целый(πᾶς χαλκῷ λάμπε Hom.; πᾶσα γῆ Thuc.; πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον Hom.)
λόγος λέλεκται πᾶς Soph. — речь (моя) сказана вся, т.е. я кончил;πᾶν κράτος Soph. — вся полнота могущества;πᾶσα ἀνάγκη Plat. — совершенно неизбежно;ὅ πᾶς ἀριθμός Thuc. — общее число, сумма (ср. 1);ὅλος καὴ πᾶς Polyb. — целиком и полностью;τριάκοντα τὰς πάσας ἡμέρας Thuc. — в течение целых тридцати дней;τὸ πᾶν Xen., ἐς τὸ πᾶν Aesch. и τῷ παντί Xen. — целиком, совершенно;τὸ πᾶν Luc. — всегда;εἰς τὸ πᾶν (χρόνου) Aesch. — навсегда;πᾶν ποιεῖν Plat. (πράττειν Lys.) — делать все возможное;ἐς πᾶν κακοῦ ἀφικνεῖσθαι Her. — дойти до крайней нищеты;ἐν παντὴ ἀθυμίας εἶναι Thuc. — прийти в крайнее отчаяние;πάντα и τὰ πάντα Hom., Her. — во всех отношениях, полностью или постоянно Luc.; πάντα γίγνεσθαι Hom. — принимать всевозможные формы;πάντα εἶναί τινι Thuc. — быть кому-л. важнее всего;τὰ πολλὰ πάντα Her. — почти всегда, в большинстве случаев3) pl. всеΣαμίων πάντες Thuc. — все самосцы;ἅμα πάντες Hom., Her. — все целиком, все сразу;πᾶσίν τινα ἐλέγχιστον θέμεναι βροτοῖσιν Hom. — страшно опозорить кого-л. в глазах всех смертных;πάντες ἄνθρωποι Xen. — все люди (вообще);οἱ πάντες ( или πάντες οἱ) ἄνθρωποι Xen. — все (из упомянутых);πᾶσι τούτοις ἔνοχος Isocr. — находящийся в таких же точно условиях;διὰ πασῶν см. διά 1, 2
См. также в других словарях:
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek