-
1 παρ-αρτέω
παρ-αρτέω, ion. statt παραρτάω, bes. im med., ausrüsten, in Bereitschaft setzen, τί, Her. 7, 142. 8, 76. 9, 42; παραρτέετο στρατιὴν καὶ τὰ πρόςφορα τῇ στρατιῇ, 7, 20; u. absolut, sich rüsten, 9, 29 πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον, vgl. 8, 81.
-
2 παραρτέομαι
I trans., fit out for oneself, get ready, ἐπὶ τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν was engaged in preparing, Hdt.7.20, cf. 142, 8.76, 9.42 ; soπ. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Arr.Ind.27.10
.II abs., prepare, hold oneself in readiness,παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Hdt.8.108
, cf. 81 ;πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον Id.9.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραρτέομαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий