-
1 παραλια
См. также в других словарях:
παραλία — I Το παραλιακό τμήμα της αρχαίας Αττικής και ιδιαίτερα εκείνο από το ακρωτήριο του Ζωστήρα ή των Αλών Αιξωνίδων μέχρι το ακρωτήριο του Σουνίου και από εκεί ως τη Βραυρώνα. Λέγεται Πάραλος γη. II Όνομα εννιά οικισμών. 1. Mεγάλος παράλιος οικισμός… … Dictionary of Greek